ἐξελέγχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> [[ἐξελήλεγμαι]] <i>ou</i> ἐξήλεγμαι;<br /><b>1</b> réfuter, confondre ; <i>en gén.</i> convaincre (d'une faute, d'un crime, <i>etc.</i>) : τινά [[τι]] qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι [[ὑπό]] τινος être convaincu par qqn <i>ou</i> par qch ; ἐξελέγχεται [[κάκιστος]] [[ὤν]] EUR il est convaincu d'être très pervers;<br /><b>2</b> fournir une preuve : [[ἐς]] τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);<br /><b>3</b> vérifier : [[ἐξ]]. τινὰ [[εἰ]] PLUT sonder <i>litt.</i> éprouver) qqn pour voir si.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλέγχω]].
|btext=<i>pf. Pass.</i> [[ἐξελήλεγμαι]] <i>ou</i> ἐξήλεγμαι;<br /><b>1</b> réfuter, confondre ; <i>en gén.</i> convaincre (d'une faute, d'un crime, <i>etc.</i>) : τινά [[τι]] qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι [[ὑπό]] τινος être convaincu par qqn <i>ou</i> par qch ; ἐξελέγχεται [[κάκιστος]] [[ὤν]] EUR il est convaincu d'être très pervers;<br /><b>2</b> fournir une preuve : [[ἐς]] τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);<br /><b>3</b> vérifier : [[ἐξ]]. τινὰ [[εἰ]] PLUT sonder <i>litt.</i> éprouver) qqn pour voir si.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλέγχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελέγχω:''' (pf. pass. [[ἐξελήλεγμαι]] и ἐξήλεγμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[исследовать]], [[проверять]], [[испытывать]] (χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[устанавливать]], [[доказывать]], [[выяснять]] (ἀλάθειαν [[ἐτήτυμον]] Pind.): ἐξηλέγχθη ἐς τὸ [[ἀληθές]] Thuc. это обнаруживалось в истинном виде;<br /><b class="num">3)</b> [[оспаривать]], [[опровергать]] (τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (из)обличать (τινὰ ποιοῦντα или [[ὄντα]] τι Plat., Dem., Plut.): ἐπ᾽ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. уличенные в позорных преступлениях; οὐ δὴ τοῦτό γ᾽ ἐξελέγχομαι Eur. в этом обвинить меня нельзя.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελέγχω:'''<b class="num">I. 1.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδικάζω]], [[ανασκευάζω]], [[αντικρούω]], [[αποκρούω]], [[ανατρέπω]] με [[επιχείρημα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο [[ένοχος]] για, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με κατηγορ. μτχ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., [[κἀξελέγχεται]] [[κάκιστος]] ὤν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] επιμελώς, κάνω [[κάτι]] φανερό, [[αποδεικνύω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ἦσαν]] ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν [[καλά]] εξακριβωμένες, σε Δημ.· <i>ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές</i>, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν [[αλήθεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐξελέγχω:'''<b class="num">I. 1.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδικάζω]], [[ανασκευάζω]], [[αντικρούω]], [[αποκρούω]], [[ανατρέπω]] με [[επιχείρημα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο [[ένοχος]] για, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με κατηγορ. μτχ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., [[κἀξελέγχεται]] [[κάκιστος]] ὤν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] επιμελώς, κάνω [[κάτι]] φανερό, [[αποδεικνύω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ἦσαν]] ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν [[καλά]] εξακριβωμένες, σε Δημ.· <i>ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές</i>, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν [[αλήθεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελέγχω:''' (pf. pass. [[ἐξελήλεγμαι]] и ἐξήλεγμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[исследовать]], [[проверять]], [[испытывать]] (χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[устанавливать]], [[доказывать]], [[выяснять]] (ἀλάθειαν [[ἐτήτυμον]] Pind.): ἐξηλέγχθη ἐς τὸ [[ἀληθές]] Thuc. это обнаруживалось в истинном виде;<br /><b class="num">3)</b> [[оспаривать]], [[опровергать]] (τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (из)обличать (τινὰ ποιοῦντα или [[ὄντα]] τι Plat., Dem., Plut.): ἐπ᾽ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. уличенные в позорных преступлениях; οὐ δὴ τοῦτό γ᾽ ἐξελέγχομαι Eur. в этом обвинить меня нельзя.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj