ἡλιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />héliaste, <i>juge membre de l'[[Héliée]], tribunal populaire athénien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιάζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />héliaste, <i>juge membre de l'[[Héliée]], tribunal populaire athénien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστής:''' οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡλιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[δικαστής]] στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἡλιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[δικαστής]] στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστής:''' οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστής]], οῦ,<br />a juryman of the [[court]] [[ἡλιαία]], a Heliast, Ar.
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστής]], οῦ,<br />a juryman of the [[court]] [[ἡλιαία]], a Heliast, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαστής Medium diacritics: ἡλιαστής Low diacritics: ηλιαστής Capitals: ΗΛΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hēliastḗs Transliteration B: hēliastēs Transliteration C: iliastis Beta Code: h(liasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,
A (ἡλιαία 2) heliast, Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc.
II fuller = Lat. lutor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1160] ὁ, der Richter in der Heliaia (s. oben unter ἡλιαία), Ar. Equ. 255 u. öfter; ἡλιαστῶν ὅρκος, s. Dem. 24, 149-151.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
héliaste, juge membre de l'Héliée, tribunal populaire athénien.
Étymologie: ἡλιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαστής: οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, (ἡλιαία 2), δικαστὴς ἐν τῇ Ἠλιαίᾳ, Ἀριστοφ. Σφ. 206, 891, Ἱππ. 255, κτλ.

Greek Monolingual

ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι
1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας
2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.

Greek Monotonic

ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, δικαστής στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἡλιαστής, οῦ,
a juryman of the court ἡλιαία, a Heliast, Ar.