ἱππόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hippodrome, <i>lieu pour les courses de chevaux ou de chars</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[δραμεῖν]].
|btext=ου (ὁ) :<br />hippodrome, <i>lieu pour les courses de chevaux ou de chars</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόδρομος:''' ὁ [[гипподром]], [[ристалище]] (для верховой езды или колесниц) Hom., Plat., Dem., Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῖος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμμόδρομος]], [[ναυσίδρομος]] (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῖος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμμόδρομος]], [[ναυσίδρομος]] (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόδρομος:''' ὁ [[гипподром]], [[ристалище]] (для верховой езды или колесниц) Hom., Plat., Dem., Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόδρομος Medium diacritics: ἱππόδρομος Low diacritics: ιππόδρομος Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hippódromos Transliteration B: hippodromos Transliteration C: ippodromos Beta Code: i(ppo/dromos

English (LSJ)

ὁ,
A chariot road, λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330.
2 race course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱππόδρομος = circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph., ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23.
II ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hippodrome, lieu pour les courses de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόδρομος:гипподром, ристалище (для верховой езды или колесниц) Hom., Plat., Dem., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόδρομος: ὁ, ὁδὸς δι’ ἅρματα, λεῖος δ’ ἱππ. ἀμφὶς Ἰλ. Ψ. 330. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἱππικοὶ καὶ ἁρματηλασίας, ἱπποδρόμιον, Λατ. curriculum, Πλάτ. Κριτίας 117C, Δημ. 1155. 9· - περὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἱπποδρόμου ἴδε Παυσ. 6. 20, 10 κἑξ.· - κατὰ κωμικὴν μεταφ., ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 23. ΙΙ. ἱπποδρόμος, ὁ, ἱπποδρόμοι ψιλοί, ἐλαφρὸν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 158.

English (Autenrieth)

course for chariots, Il. 23.330.

Greek Monotonic

ἱππόδρομος: ὁ,
1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].

Middle Liddell

ἱππό-δρομος, ὁ,
1. a chariot-road, Il.
2. a race-course for chariots, Lat. curriculum, Plat., etc.

English (Woodhouse)

race-course, hippodrome, race course for chariots, race course, racecourse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)