ὄφις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]].
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>1</b> serpent <i>au propre et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>métaph. pour</i> le pénis.<br />'''Étymologie:''' p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], de même que [[δράκων]] de [[δέρκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄφις:''' εως и εος, ион. ιος ὁ (ο иногда долгое)<br /><b class="num">1)</b> [[змея]] ([[αἰόλος]] Hom.; [[ποικιλόνωτος]] Pind.; [[ψυχρός]] Theocr.): πτηνὸς ὄ. Aesch. пернатая змея, т. е. стрела;<br /><b class="num">2)</b> [[змейка]] (род змеевидного браслета) Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄφις:''' ὁ, γεν. <i>ὄφεως</i>, ποιητ. επίσης <i>ὄφεος</i>, Δωρ. και Ιων. <i>ὄφιος</i>· [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., <i>πτηνὸν ὄφιν</i>, λέγεται για [[βέλος]], σε Αισχύλ. [Η πρώτη [[συλλαβή]] μερικές φορές γινόταν [[μακρά]], όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) <i>ὄπφις</i>, βλ. [[ὀχέω]].
|lsmtext='''ὄφις:''' ὁ, γεν. <i>ὄφεως</i>, ποιητ. επίσης <i>ὄφεος</i>, Δωρ. και Ιων. <i>ὄφιος</i>· [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., <i>πτηνὸν ὄφιν</i>, λέγεται για [[βέλος]], σε Αισχύλ. [Η πρώτη [[συλλαβή]] μερικές φορές γινόταν [[μακρά]], όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) <i>ὄπφις</i>, βλ. [[ὀχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄφις:''' εως и εος, ион. ιος ὁ (ο иногда долгое)<br /><b class="num">1)</b> [[змея]] ([[αἰόλος]] Hom.; [[ποικιλόνωτος]] Pind.; [[ψυχρός]] Theocr.): πτηνὸς ὄ. Aesch. пернатая змея, т. е. стрела;<br /><b class="num">2)</b> [[змейка]] (род змеевидного браслета) Men.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄφις Medium diacritics: ὄφις Low diacritics: όφις Capitals: ΟΦΙΣ
Transliteration A: óphis Transliteration B: ophis Transliteration C: ofis Beta Code: o)/fis

English (LSJ)

ὁ, gen. ὄφεως, poet. also A ὄφεος E.Supp.703, Ba.1026, 1331; Dor. and Ion. ὄφιος Hes. Th.322, Hdt.9.81, Arat.82:—serpent, αἰόλος Il.12.208; γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Pi.P.4.249, cf.A.Ch.544, S.Ph.1328, Hdt.8.41, Pl.Phd.112d, R.358b, etc.; ὁ ψυχρὸς ὄφις Theoc.15.58; equiv. to δράκων in Hes.Th.322, 825: metaph., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, of an arrow, A.Eu.181. II like δράκων, a serpent-like bracelet, Men.387, Nicostr. Com.33, Philostr.Ep.22; ὄφεις is Att. for ψέλλια acc. to Moer. p.288 P. 2 τρικάρηνος ὄφις ὁ χάλκεος = three-headed bronze serpent, dedicated at Delphi ( = SIG 31), Hdt.9.81. III the constellation Serpens, Arat.82, Eudox. ap.Hipparch.1.2.18. IV a creeping plant, Hp.Mul.2.114. V a kind of fish, v. ὀφίδιον ΙΙ. VI guinea-worm (elsewhere δρακόντιον), Ruf.Interrog.65. VII = ὀφίασις I, Cels.6.4, Poll.4.192. [The first syllable is sometimes made long in the older Poets, αἰόλον ὄφιν Il.12.208, cf. Hippon.49.6; so ὀφιοέσσης Antim.78. It was then pronounced (and perhaps written) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, v. Eust.Il. l.c.—The ult. of the nom. and acc. ὄφις, ὄφιν is commonly long, as in Hes. Th.334, A.Ch.928, A.R.2.1269, Mosch.4.22; short only in later Poets, as A.R.4.128, 1398, Arat.578.]

German (Pape)

[Seite 426] εως, ion. ιος, ὁ, die Schlange; αἰόλος, Il. 12, 208; γλαυκῶπα, ποικιλόνωτον ὄφιν, Pind. P. 4, 249; mit δράκων gleichbedeutend, Hes. Th. 322. 825; τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην, Aesch. Ch. 915; ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Spt. 477, der übertr. von einem Pfeile sagt λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, Eum. 181; Soph. Phil. 1312; Her. 8, 41. 9, 81; ὥςπερ ὄφις κηληθῆναι, Plat. Rep. II, 358 b; ὥςπερ οἱ ὄφεις, Phaed. 112 d; Sp. – Ein Sternbild, die Schlange, Arat. – Ein schlangenförmiges Armband, Men. bei Hesych. – Bei Hippocr. auch eine Schlingpflanze, u. bei den Medic. = ὀφίασις. – [Die erste Sylbe findet sich bei den älteren Dichtern zuweilen lang gebraucht, Il. 12, 208, vgl. Wolf praef. Il. p. LXXI u. Spitzner vers. her. p. 78, weshalb einige ὄπφις schreiben wollten, Schaef. Theogn. 334. – In ὄφιν ist bei Hes. Th. 334 die letzte Sylbe in der Vershebung lang.]

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
1 serpent au propre et au fig.
2 métaph. pour le pénis.
Étymologie: p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι, de même que δράκων de δέρκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὄφις: εως и εος, ион. ιος ὁ (ο иногда долгое)
1) змея (αἰόλος Hom.; ποικιλόνωτος Pind.; ψυχρός Theocr.): πτηνὸς ὄ. Aesch. пернатая змея, т. е. стрела;
2) змейка (род змеевидного браслета) Men.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφις: ὁ· γεν. ὄφεως, ποιητ. καὶ ὄφιος Εὐρ. Ἱκ. 703, Βάκχ. 1027, 1332· Δωρ. καὶ Ἰων. ὄφιος· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ὄφιος» καὶ «φίδι», αἰόλος Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. δράκων· γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Πινδ. Π. 4. 443· συχνότ. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Τραγ.· ὁ ψυχρὸς ὄφις Θεόκρ. 15. 58· ταυτόσημ. τῷ δράκων παρ’ Ἡσ. Θ. 322, 323. 825· - μεταφ., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. ΙΙ. ὡς τὸ δράκων, ψέλλιον ὀφιοειδές, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 8, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἴδε Pierson. εἰς Μοῖριν 288. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς Ὄφις, Ἄρατ. 82. IV. ἐν 640. 14, φυτόν τι ἑρπυστικόν. V. εἶδος ἰχθύος, ἴδε ὀφείδιον. VI. = ὀφίασις, Πολυδ. Δ΄, 192, ἂν μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐνίοτε γίνεται μακρὰ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτέροις ποιηταῖς, αἰόλον ὄφιν Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. Ἱππώνακτα παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 234, 424· οὕτως ὀφιοέσσης Ἀντίμαχ. 70. Τότε προεφέρετο (ἴσως δὲ καὶ ἐγράφετο) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 900, 12· ἀκριβῶς ὡς τὰ ἰακχέω, ὀκχέω, ὄκχος συχνάκις ἐφέροντο ἀντὶ ἰαχέω, ὀχέω, ὄχος, ὁσάκις τὸ φωνῆεν ἔπρεπε νὰ εἶναι μακρόν. Ἡ λήγουσα τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. ὄφις, ὄφιν, συνήθως εἶναι μακρά, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 334, Αἰσχύλ. Χο. 928, Μόσχ. 4. 22, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1269· βραχεῖα δὲ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 128, 1398, Ἀράτῳ 578. Περὶ τῆς εἰκασίας τοῦ Κουρτίου, δι’ ἧς δικαιολογεῖ τὴν ἔκτασιν τῆς πρώτης συλλαβῆς ἴδε ἐν λ. ὄψ Β.]

English (Autenrieth)

ιος: snake, serpent, Il. 12.208†.

English (Slater)

ὄφῐς (-ιν, -ιες, -ίων, -ιας.) snake κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) (P. 4.249) παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς of the Gorgons' heads (P. 12.9) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ]ὄφιες θεόπομπ[οι of the snakes sent to destroy the infant Herakles (Pae. 20.8)

Spanish

serpiente

English (Strong)

probably from ὀπτάνομαι (through the idea of sharpness of vision); a snake, figuratively, (as a type of sly cunning) an artful malicious person, especially Satan: serpent.

English (Thayer)

ὀφισεως, ὁ (perhaps named from its sight; cf. δράκων, at the beginning, and see Curtius, as under the word ὀφθαλμός); from Homer, Iliad 12,208 down; the Sept. mostly for נָחָשׁ; a snake, serpent: Wisdom of Solomon, φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, WH marginal readingὄφις); hence, crafty hypocrites are called ὄφεις, ὁ ὄφιςἀρχαῖος, ὁ ὄφις: δράκων.

Greek Monolingual

το
1. δωμάτιο υπηρεσίας
2. μικρός διάδρομος που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. office (< λατ. officium «υπηρεσία»)].

Greek Monotonic

ὄφις: ὁ, γεν. ὄφεως, ποιητ. επίσης ὄφεος, Δωρ. και Ιων. ὄφιος· ερπετό, φίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πτηνὸν ὄφιν, λέγεται για βέλος, σε Αισχύλ. [Η πρώτη συλλαβή μερικές φορές γινόταν μακρά, όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) ὄπφις, βλ. ὀχέω.

Frisk Etymological English

-ιος, -εος, -εως
Grammatical information: m.
Meaning: snake (Μ 208).
Compounds: As 1. member a.o. in ὀφιοῦχος m. constellation, snake-holder, Lat. Angui-tenens (Eudox., Arat.; Scherer Gestirnnamen 184 f.).
Derivatives: ὀφίδιον (ι und ι) n. dimin. (Att. inscr., Arist.); ὀφίασις f. (: *ὀφιάω) "snake-disease", name of a disease of the skin (Gal.); ὀφιώδης rich of snakes, snaky (Pi., Arist.); ὀφιόεις rich of snakes (Antim.), Όφιοῦς m. rivN, Όφιοῦσσα f. name of several islands (Antim., Arist.; Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233 f., 3,161), of a plant (Plin.); ὀφιακός belonging to snakes, τὰ ὀφιακά booktitle (sch. Nic.); ὀφιόνεος snaky (Opp.), < *-ι-ίνεος differentiated? (Schwyzer 491 n.1; cf. Kretschmer Glotta 11, 228 w. lit.); -ίτης (λίθος) m., ὀφιῆτις πέτρη f. serpentine (Orph. L.; because of the colour, Redard 59), erysipelas (Gal.; Redard 104).
Origin: IE [Indo-European] [not; -cf. 44] *h₃egʷʰi- snake
Etymology: Prob. identical with Skt. áhi-, Av. aži- m. snake: IE *ógʷhi-s; beside ich with e-ablaut Arm. , instr. -iw id. (with lengthening before the palatalized (before i) velar). The lengthning of the ὀ- in Μ 208 (after which Hippon. 49, 6 a.o.) is metr. condit.; s. Masson on Hippon. l.c. -- Diff. Specht KZ 64, 13 and Schwyzer 302. Cf. on ἔχις and ἔγχελυς w. lit.; also WP. 1, 63 ff. and Mayrhofer s. áhiḥ. Further hypothetical assumptions on very old crosses in Porzig Gliederung 202.

Middle Liddell


a serpent, snake, Il., Hdt., Trag.:—metaph., πτηνὸν ὄφιν, of an arrow, Aesch. [The first syllable is sometimes made long, when it was pronounced (and perhaps ought to be written) ὄπφις, v. ὀχέω.]

Frisk Etymology German

ὄφις: -ιος, -εος, -εως
{óphis}
Grammar: m.
Meaning: Schlange (seit Μ 208).
Composita : Als Vorderglied u.a. in ὀφιοῦχος m. Sternbild, Schlangenhalter, lat. Angui-tenens (Eudox., Arat. u.a.; Scherer Gestirnnamen 184 f.).
Derivative: Davon ὀφίδιον (ι und ι) n. Demin. (att. Inschr., Arist. u.a.); -ίασις f. (: *ὀφιάω) "Schlangenkrankheit", N. einer Hautkrankheit (Gal.); -ιώδης ‘schlangenreich, -artig’ (Pi., Arist. usw.); -ιόεις reich an Schlangen (Antim.), Ὀφιοῦς m. FlN, Ὀφιοῦσσα f. N. verschiedener Inseln (Antim., Arist. u.a.; Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233 f., 3,161), einer Pflanze (Plin.); -ιακός zu den Schlangen gehörig, τὰ ὀφιακά Buchtitel (Sch. Nik.); -ιόνεος schlangenartig (Opp.), aus *-ιίνεος differenziert? (Schwyzer 491 A.1; vgl. Kretschmer Glotta 11, 228 m. Lit.); -ίτης (λίθος) m., -ιῆτις πέτρη f. Serpentin (Orph. L. u.a.; wegen der Farbe, Redard 59), Rotlauf (Gal.; Redard 104).
Etymology : Wahrscheinlich mit aind. áhi-, aw. aži- m. Schlange identisch: idg. *ógʷhi-s; daneben mit efarbiger Dehnstufe arm. , Instr. -iw ib.. Die Dehnung des ὀ- in Μ 208 (wonach Hippon. 49, 6 u.a.) ist metrisch bedingt; s. Masson zu Hippon. l.c. — Anders Specht KZ 64, 13 und Schwyzer 302. Vgl. zu ἔχις und ἔγχελυς m. Lit.; auch WP. 1, 63 ff. und Mayrhofer s. áhiḥ. Weitere hypothetische Annahmen über uralte Kreuzungen bei Porzig Gliederung 202.
Page 2,453

Chinese

原文音譯:Ôfij 哦非士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:觀看 相當於: (נָחָשׁ‎)
字義溯源:蛇^,蛇類,鬼魔;或出自(ὀπτάνομαι)=注視*)。蛇乃是鬼魔與邪惡的象徵( 羅16:20, 林後11:3)。參讀 (δράκων)同義字
出現次數:總共(14);太(3);可(1);路(2);約(1);林前(1);林後(1);啓(5)
譯字彙編
1) 蛇(10) 太7:10; 太10:16; 可16:18; 約3:14; 林前10:9; 林後11:3; 啓9:19; 啓12:9; 啓12:15; 啓20:2;
2) 蛇的(1) 啓12:14;
3) 以蛇(1) 路11:11;
4) (眾)蛇(1) 路10:19;
5) 這些蛇類(1) 太23:33

Translations

Arabic: ثُعْبَان‎, حَنَش‎, حَيَّة‎, أَفْعَى‎; Egyptian Arabic: تعبان‎; Armenian: օձ; Azerbaijani: ilan; Breton: naer, sarpant; Bulgarian: змия; Catalan: serpent, serp; Chinese Cantonese: 蛇; Mandarin: 蛇; Chuukese: serepenit; Czech: had; Danish: slange; Dutch: serpent, slang; English Middle English: addere, naddere; Old English: nædre, nǣddre; Esperanto: serpento; Finnish: käärme; French: serpent; Friulian: sarpint; Galician: serpe, bicha; Georgian: გველი; German: Schlange, Wurm; Greek: ερπετό, φίδι; Ancient Greek: ὄφις, ἑρπετόν; Hebrew: נָחָשׁ‎, שָׂרָף‎; Hungarian: kígyó; Icelandic: höggormur, naðra; Indonesian: ular; Italian: serpente, serpe; Japanese: 蛇; Kashmiri: سَرُپھ‎, سَرُف‎; Korean: 뱀; Latin: serpens, coluber, anguis; Latvian: čūska; Lutshootseed: bə́c'əc; Macedonian: змија; Manx: ardnieu, aarnieu; Maori: nākahi; Nahuatl: coatl; Occitan: sèrp; Ojibwe: ginebig; Oromo: bofa; Persian: مار‎, اربد‎; Plautdietsch: Schlang; Polish: wąż; Portuguese: serpente; Quechua: amaru; Romanian: șarpe; Russian: змея; Sanskrit: सर्प, अहि; Serbo-Croatian Roman: zmija, guja; Spanish: serpiente, sierpe; Swahili: joka; Swedish: orm; Tocharian B: sarpe; Turkish: yılan; Ugaritic: 𐎐𐎈𐎌, 𐎁𐎘𐎐; Volapük: snek; Walloon: sierpint; Welsh: sarff; Yiddish: שלאַנג