ὑδερικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] wassersüchtig, ὑδερικὸν [[ἀῤῥώστημα]], Wassersucht, Plut. Ant. 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] wassersüchtig, ὑδερικὸν [[ἀῤῥώστημα]], Wassersucht, Plut. Ant. 49.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδερικός:''' [[ὕδερος]] водяночный ([[ἀρρώστημα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδερικός:''' [[ὕδερος]] водяночный ([[ἀρρώστημα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδερικός Medium diacritics: ὑδερικός Low diacritics: υδερικός Capitals: ΥΔΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hyderikós Transliteration B: hyderikos Transliteration C: yderikos Beta Code: u(deriko/s

English (LSJ)

ή, όν, dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as substantive, ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.

German (Pape)

[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.

Russian (Dvoretsky)

ὑδερικός: ὕδερος водяночный (ἀρρώστημα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ.ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.