ὑπέργειος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέργειος:''' [[наземный]] (sc. τὰ ζῷα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπέργειος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της γής, [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους («[[υπέργειος]] [[βλαστός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «[[υπέργειος]] [[σελήνη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ υπέργειοι</i><br />οι αντίθετοι [[προς]] τους αντίποδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από τον ορίζοντα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπεργείως]] Μ<br />[[πάνω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>γειος</i>, [[κατά]]-<i>γειος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπέργειος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της γής, [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους («[[υπέργειος]] [[βλαστός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «[[υπέργειος]] [[σελήνη]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ υπέργειοι</i><br />οι αντίθετοι [[προς]] τους αντίποδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται [[πάνω]] από τον ορίζοντα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπεργείως]] Μ<br />[[πάνω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>γειος</i>, [[κατά]]-<i>γειος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέργειος:''' [[наземный]] (sc. τὰ ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέργειος Medium diacritics: ὑπέργειος Low diacritics: υπέργειος Capitals: ΥΠΕΡΓΕΙΟΣ
Transliteration A: hypérgeios Transliteration B: hypergeios Transliteration C: ypergeios Beta Code: u(pe/rgeios

English (LSJ)

ον, (γῆ) above ground, opp. τρωγλοδυτικός, of animals, Arist.HA488a24, cf. Gp.10.18.8; opp. ὑπόγειος, Poll.5.150; above the horizon, σελήνη Gp.1.7.1; φορά (of the moon) Gal.9.906; ζῴδια Vett.Val.98.9; τὸ ὑ. ἡμισφαίριον Cat.Cod.Astr.4.150.

German (Pape)

[Seite 1193] über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέργειος: наземный (sc. τὰ ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέργειος: -ον, (γέα, γῆ) ὁ ὑπὲρ τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ τρωγλοδυτικός, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27· ἀντίθετον τῷ ὑπόγειος, Πολυδ. Ε΄, 150· οἱ ὑπέργειοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἀντίποδες, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 88.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπέργειος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γής, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους («υπέργειος βλαστός»)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. oἱ υπέργειοι
οι αντίθετοι προς τους αντίποδες
αρχ.
αυτός που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα.
επίρρ...
ὑπεργείως Μ
πάνω από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἐπί-γειος, κατά-γειος].