ὑπέροπλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />supérieur par les armes ; <i>en mauv. part</i> fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅπλον]].
|btext=ος, ον :<br />supérieur par les armes ; <i>en mauv. part</i> fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅπλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. вооруженный с головы до ног, перен. дерзновенный, высокомерный (sc. [[ἔπος]] Hom.; [[βίη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[воинственный]], [[доблестный]] ([[Λαπίθαι]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[подавляющий]], [[тяжелый]] (ἄτα Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που με [[υπερηφάνεια]] έχει [[εμπιστοσύνη]], πιστεύει στη [[δύναμη]] των όπλων του, απείθαρχος, [[θρασύς]], [[αυθάδης]], ὑπέροπλον [[εἰπεῖν]] (ως επίρρ.), [[μιλώ]] με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἠνορέη]], [[βίη]] [[ὑπέροπλος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καταστάσεις, [[υπερβολικός]], [[συντριπτικός]], αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑπέροπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που με [[υπερηφάνεια]] έχει [[εμπιστοσύνη]], πιστεύει στη [[δύναμη]] των όπλων του, απείθαρχος, [[θρασύς]], [[αυθάδης]], ὑπέροπλον [[εἰπεῖν]] (ως επίρρ.), [[μιλώ]] με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἠνορέη]], [[βίη]] [[ὑπέροπλος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καταστάσεις, [[υπερβολικός]], [[συντριπτικός]], αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. вооруженный с головы до ног, перен. дерзновенный, высокомерный (sc. [[ἔπος]] Hom.; [[βίη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[воинственный]], [[доблестный]] ([[Λαπίθαι]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[подавляющий]], [[тяжелый]] (ἄτα Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπλος Medium diacritics: ὑπέροπλος Low diacritics: υπέροπλος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΛΟΣ
Transliteration A: hypéroplos Transliteration B: hyperoplos Transliteration C: yperoplos Beta Code: u(pe/roplos

English (LSJ)

ον, A insolent, presumptuous (never of persons in Hom. or Hes.); in Hom. only ὑπέροπλον εἰπεῖν to speak insolently, presumptuously, Il.15.185,17.170; in Hes., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Th. 516,619,670; ἀτασθαλίη Orph.Fr.120; ἥβα Pi.P.6.48; of persons, Λαπίθαι ὑ. ib 9.14. II big, mighty, ἀνὴρ ὑ. a monstrous man, Theoc. 22.44; of fishes, Opp.H.1.103, etc. III of conditions, overwhelming, ἄτα Pi.O.1.57; μηδὲν μέγα μηδ' ὑ. Ps.-Phoc.59 (v.l. ὑπέροφρυ, cf. Hsch.).—Ep. word.

German (Pape)

[Seite 1199] übermüthig trotzend auf Waffengewalt, daher stolz, frech und verwegen; bei den ältern Dichtern nie von Personen; ἦ ῥ' ἀγαθός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, sc. ἔπος, übermüthig reden, Il. 15, 185, wie 17, 170; ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Hes. Th. 516. 619. 670; ἥβα, Pind. P. 6, 48; auch übermäßig, übermächtig, allzu schwer, ἄτα, Ol. 1, 57; und von den Lapithen, P. 9, 14, wo es im guten Sinne zu nehmen ist. Einzeln bei sp. D., wie Theocr. 22, 44. Vgl. Buttm. Lexil. II p. 214 ff. – Die Ableitung von ὑπέρ und πέλομαι. ist unhaltbar, eben so wie die Erkl. aus ὁπλότερος, allzu jugendlich; ὑπέροπλος verhält sich zu ὅπλον, wie ὑπέρβιος zu βία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
supérieur par les armes ; en mauv. part fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέροπλος:
1) досл. вооруженный с головы до ног, перен. дерзновенный, высокомерный (sc. ἔπος Hom.; βίη Hes.);
2) воинственный, доблестный (Λαπίθαι Pind.);
3) подавляющий, тяжелый (ἄτα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπλος: -ον, ὁ ὑπερηφάνως πεποιθὼς εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἑαυτοῦ ὅπλων, ἀπειλητικός, ὑπεροπτικός, θρασύς, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐπὶ προσώπων παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς· - παρ’ Ὁμήρ. μόνον: ὑπέροπλον εἰπεῖν, ὁμιλεῖν θρασέως, αὐθαδῶς, Ἰλ. Ο. 185, Ρ. 170. παρ’ Ἡσ., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος Θέογ. 516, 619, 670· ἥβα Πινδ. Π. 6. 48· ἐπὶ προσώπων, αὐτόθι 9. 24. ΙΙ. μέγας, πελώριος, ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 103, κλπ. ΙΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, ὑπερβολικός, τρομερός, ἄτη Πινδάρ. Ο. 1. 90 μηδὲν μέγα μηδ’ ὑπ. Φωκυλ. Γνωμ. 53. Πρβλ. Buttum. Lexil. ἐν λέξ. ὑπερφίαλος 9. - Λέξις Ἐπική. (Πιθαν., ὡς ἑρμηνεύεται ἀνωτέρω, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ὅπλα, ὡς τὸ ὑπέρβιος ἐκ τοῦ ὑπέρ, βία).

English (Autenrieth)

arrogant; neut. as adv., arrogantly, Il. 15.185 and Il. 17.170.

English (Slater)

ὑπέροπλος, -ον
   a monstrous κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.57)
   b insolent ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων (P. 6.48) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων (P. 9.14) frag. ]ὑπέροπλοι π[ ?fr. 349.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει υπερβολική πίστη στη δύναμη τών όπλων του
2. (κατ' επέκτ.) υπεροπτικός, περήφανος
3. (για καταστάσεις) υπερβολικός («ἄταν ὑπέροπλον», Πίνδ.)
4. (για πρόσ.) πολύ δυνατός
5. (για ψάρια) υπερμεγέθης, πελώριος
6. φρ. (στον Όμ.) «ὑπέροπλον ἔειπεν» — μίλησε με υπεροψία και αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].

Greek Monotonic

ὑπέροπλος: -ον (ὅπλον),
I. αυτός που με υπερηφάνεια έχει εμπιστοσύνη, πιστεύει στη δύναμη των όπλων του, απείθαρχος, θρασύς, αυθάδης, ὑπέροπλον εἰπεῖν (ως επίρρ.), μιλώ με θρασύτητα, με αυθάδεια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, σε Ησίοδ.
II. λέγεται για καταστάσεις, υπερβολικός, συντριπτικός, αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπέρ-οπλος, ον, ὅπλον
I. proudly trusting in force of arms, defiant, presumptuous, ὑπέροπλον εἰπεῖν (as adv.) to speak defiantly, presumptuously, Il.; ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος Hes.
II. of conditions, excessive, overwhelming, Pind.

Frisk Etymology German

ὑπέροπλος: {hupéroplos}
Forms: Superl. ὑπεροπληέστατος (A. R. 2, 4; wie von erweitertem *ὑπεροπλήεις).
Meaning: anmaßend, übermütig, übermäßig, gewaltig (ep. poet. seit Il.),
Derivative: Davon ὑπεροπλία, -ίη f. Anmaßung, Übermut (A 205, Rhian., Theok.), -ίζομαι nur Aor. Opt. -ίσσαιτο (ρ 268) anmaßend, übermutig behandeln, geringschätzen, mißachten (nach Apollon. Lex.).
Etymology : Bildung wie die sinnverwandten ὑπέρβιος, -θυμος, -μενής, -κύδας, -ήφανος, -φίαλος; somit eig. * dessen ὅπλα überlegen sind = ‘(im Kampf) überlegen, hoffärtig’. Abzulehnen Trümpy Fachausdrücke 86 (mit weiteren Einzelheiten und Lit.) : zu *ὄπλον. -ος Auge, Blick = lat. oculus.
Page 2,968