ὑπόσκιος: Difference between revisions
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />ombreux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκιά]]. | |btext=ος, ον :<br />ombreux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[тенистый]], [[покрытый тенью]] (περίπατοι Plut.): ὑπόσκια στοματα Aesch. осененные (просительными ветвями), т. е. молящие уста;<br /><b class="num">2)</b> [[дающий густую тень]] (ψυκτήρια Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που βρίσκεται υπό [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑπόσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που βρίσκεται υπό [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (σκιά) overshadowed, shaded, ὑ. ἐν ψυκτηρίοις A.Fr. 146; νιφάδι . . ὑ. θήσει χθόνα ib.199.8; ὑ. στόματα, of suppliants, shaded by their olive-branches (ἱκετηρίαι), Id.Supp.656 (lyr.); opp. ὑπαίθριος, Thphr. CP1.17.3; ὑ. περίπατοι Plu.Alex.7.—In Alciphr. 1.39, leg. ὑπόσκιος (-οις codd.) . . δάφναις . . κατάκλισις.
German (Pape)
[Seite 1232] unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χθόνα θήσει frg. 182.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ombreux.
Étymologie: ὑπό, σκιά.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσκιος:
1) тенистый, покрытый тенью (περίπατοι Plut.): ὑπόσκια στοματα Aesch. осененные (просительными ветвями), т. е. молящие уста;
2) дающий густую тень (ψυκτήρια Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκιος: -ον, (σκιὰ) ὁ ὑπὸ σκιάν, σύσκιος, σκιερός, ὑπ. ἐν ψυκτηρίοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 145· νιφάδι... ὑπ. θήσει χθόνα αὐτόθι 196. 8· ὑπ. στόματα, ἐπὶ ἱκετῶν, ἐσκιασμένα μὲ τοὺς ἐξ ἐλαίας κλάδους των (ἱκετηρίαι), ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, πρβλ. 354· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπαίθριος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 3· ὑπ. περίπατοι Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ― ἐν Ἐν Ἀλκίφρονι 1. 39, ἀναγνωστέον ὑπὶ συσκίοις.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ
σκιερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά
2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύ-σκιος].
Greek Monotonic
ὑπόσκιος: -ον (σκιά), αυτός που βρίσκεται υπό σκιά, σκιερός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπό-σκιος, ον, σκιά
under shade, Plut.