ῥόδεος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | |btext=α, ον :<br />de rose.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόδεος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[розовый]] ([[ἄνθη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[розового цвета]] ([[σταφυλή]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥόδεος:''' -α, -ον ([[ῥόδον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ρόδινος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με [[ρόδο]], [[ροδαλός]], [[τριανταφυλλένιος]], ροζ, σε Ανθ. | |lsmtext='''ῥόδεος:''' -α, -ον ([[ῥόδον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ρόδινος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με [[ρόδο]], [[ροδαλός]], [[τριανταφυλλένιος]], ροζ, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥόδον]]<br /><b class="num">I.</b> of roses, Eur.<br /><b class="num">II.</b> like a [[rose]], [[rosy]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ῥόδον]]<br /><b class="num">I.</b> of roses, Eur.<br /><b class="num">II.</b> like a [[rose]], [[rosy]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A of roses, ἄνθεα, πέταλα, Ibyc.5, E.Med.841 (lyr.), Hel.244 (lyr.); λίπος Nic.Al. 155. II like a rose, rosy, σταφυλή AP6.102 (Phil.); μαζοί Nonn.D. 9.296.
German (Pape)
[Seite 846] rosig; ἄνθη, Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; ῥοδέα κάλυξ, Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, λίπος Nic. Al. 155, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de rose.
Étymologie: ῥόδον.
Russian (Dvoretsky)
ῥόδεος:
1) розовый (ἄνθη Eur.);
2) розового цвета (σταφυλή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδεος: -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· ἄνθη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ῥόδον, σταφυλή Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.
(II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).
Greek Monotonic
ῥόδεος: -α, -ον (ῥόδον)·
I. ρόδινος, σε Ευρ.
II. όμοιος με ρόδο, ροδαλός, τριανταφυλλένιος, ροζ, σε Ανθ.