διαπρεπής: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diapreph/s | |Beta Code=diapreph/s | ||
|Definition=ές, [[distinguished]], [[νᾶσος]] Pi.I.5(4).44; [[ἀρετή]] Th.2.34; [[ἐσθής|ἐσθῆτι]] καὶ [[κόσμος|κόσμῳ]] δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; [[γυναικόμιμος|γυναικομίμῳ]] [[μόρφωμα|μορφώματι]] Id. Antiop.iiA7 A.; [[τὸ διαπρεπές]] = [[magnificence]], Th.6.16. Adv. [[διαπρεπῶς]] = [[magnificently]], [[σκηνή|σκηνὴ]] [[διαπρεπῶς]] [[κεκοσμημένως|κεκοσμημένη]] Plu.Alc.12; [[διαπρεπῶς]] [[ἀγωνίζομαι|ἀγωνίσασθαι]] Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7. | |Definition=ές, [[distinguished]], [[νᾶσος]] Pi.I.5(4).44; [[ἀρετή]] Th.2.34; [[ἐσθής|ἐσθῆτι]] καὶ [[κόσμος|κόσμῳ]] δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; [[γυναικόμιμος|γυναικομίμῳ]] [[μόρφωμα|μορφώματι]] Id. Antiop.iiA7 A.; [[τὸ διαπρεπές]] = [[magnificence]], Th.6.16. Adv. [[διαπρεπῶς]] = [[magnificently]], [[σκηνή|σκηνὴ]] [[διαπρεπῶς]] [[κεκοσμημένως|κεκοσμημένη]] Plu.Alc.12; [[διαπρεπῶς]] [[ἀγωνίζομαι|ἀγωνίσασθαι]] Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. ac. no contr. διαπρεπέα Pi.<i>I</i>.5.44]<br /><b class="num">1</b> [[que se distingue]], [[notable]], [[sobresaliente]], [[magnífico]] [[νᾶσος]] Pi.l.c., [[ἀρετή]] Th.2.34, διαπρεπεῖς τότ' ἐγένοντο Φρύγες E.<i>Or</i>.1483, ([[γυνή]]) X.<i>Mem</i>.2.1.27, [[ἄλσος]] Str.14.1.20, ἆθλα <i>IPr</i>.114.21 (I a.C.), [[φιλοστοργία]] <i>IEphesos</i> 27.380 (II d.C.), [[ἐξέδρα]] I.<i>AI</i> 8.134, [[ἄνδρες]] [[LXX]] 2<i>Ma</i>.10.29, cf. D.C.60.27.4<br /><b class="num">•</b> c. dat. de limitación εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα Democr.B 195, διαπρεπεῖς εὐψυχίᾳ E.<i>Supp</i>.841, c. ac. de rel. δ. τὴν θέαν = <i>de admirable aspecto</i> E.<i>IA</i> 1588, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ... παρασκευαῖς διαπρεπεῖς ὁρᾶσθαι καὶ κεκοσμημένους Plu.<i>Phil</i>.9, cf. Philostr.<i>VS</i> 600, Hsch.<br /><b class="num">•</b> neutr. compar. como adv. διαπρεπέστερον ἀγωνισάμενοι = <i>los que se habían distinguido más notablemente en la lucha</i> I.<i>BI</i> 7.11<br /><b class="num">•</b> sup. [[de manera muy superior]] ἀγωνίσασθαι διαπρεπέστατα Plb.10.49.9, cf. <i>IPr</i>.114.24 (I a.C.), [[κάλλιστα]] καὶ δ. D.50.7, cf. D.C.72.5.4<br /><b class="num">•</b> subst. τὸ δ. [[magnificencia]], [[grandeza]] Th.6.16.<br /><b class="num">2</b> adv. [[διαπρεπῶς]] = [[espléndidamente]], [[magníficamente]] ἔθαψε δὲ αὐτὸν ... δ. I.<i>AI</i> 7.392, σκηνὴ ... κεκοσμημένη δ. Plu.<i>Alc</i>.12, cf. 2.214e, <i>IAphrodisias</i> 3.72.1.24 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b> [[de manera muy notable]] δ. ἀγωνίσασθαι Plu.<i>Mar</i>.28, 2.873d, Philostr.<i>VS</i> 525. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 39: | Line 42: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[conspicuous]], [[exalted]], [[famous]], [[peerless]], [[pre-eminent]], [[singular]], [[preeminent]] | |woodrun=[[conspicuous]], [[exalted]], [[famous]], [[peerless]], [[pre-eminent]], [[singular]], [[preeminent]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 6 October 2022
English (LSJ)
ές, distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = magnificence, Th.6.16. Adv. διαπρεπῶς = magnificently, σκηνὴ διαπρεπῶς κεκοσμημένη Plu.Alc.12; διαπρεπῶς ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [sg. ac. no contr. διαπρεπέα Pi.I.5.44]
1 que se distingue, notable, sobresaliente, magnífico νᾶσος Pi.l.c., ἀρετή Th.2.34, διαπρεπεῖς τότ' ἐγένοντο Φρύγες E.Or.1483, (γυνή) X.Mem.2.1.27, ἄλσος Str.14.1.20, ἆθλα IPr.114.21 (I a.C.), φιλοστοργία IEphesos 27.380 (II d.C.), ἐξέδρα I.AI 8.134, ἄνδρες LXX 2Ma.10.29, cf. D.C.60.27.4
• c. dat. de limitación εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα Democr.B 195, διαπρεπεῖς εὐψυχίᾳ E.Supp.841, c. ac. de rel. δ. τὴν θέαν = de admirable aspecto E.IA 1588, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ... παρασκευαῖς διαπρεπεῖς ὁρᾶσθαι καὶ κεκοσμημένους Plu.Phil.9, cf. Philostr.VS 600, Hsch.
• neutr. compar. como adv. διαπρεπέστερον ἀγωνισάμενοι = los que se habían distinguido más notablemente en la lucha I.BI 7.11
• sup. de manera muy superior ἀγωνίσασθαι διαπρεπέστατα Plb.10.49.9, cf. IPr.114.24 (I a.C.), κάλλιστα καὶ δ. D.50.7, cf. D.C.72.5.4
• subst. τὸ δ. magnificencia, grandeza Th.6.16.
2 adv. διαπρεπῶς = espléndidamente, magníficamente ἔθαψε δὲ αὐτὸν ... δ. I.AI 7.392, σκηνὴ ... κεκοσμημένη δ. Plu.Alc.12, cf. 2.214e, IAphrodisias 3.72.1.24 (III d.C.)
• de manera muy notable δ. ἀγωνίσασθαι Plu.Mar.28, 2.873d, Philostr.VS 525.
German (Pape)
[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique: τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρεπής -ές [διαπρέπω] uitstekend, voortreffelijk; subst.. τὸ διαπρεπές de praal Thuc. 6.16.2.
Russian (Dvoretsky)
διαπρεπής: отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный (νῆσος Pind.; ἀρετή Thuc.; ἄγαλμα Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.
English (Slater)
διᾰπρεπής illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
Greek Monolingual
-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
Greek Monotonic
διαπρεπής: -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος, λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.
Middle Liddell
δια-πρεπής, ές adj πρέπω
eminent, distinguished, illustrious, Thuc.; τινί or τι in a thing, Eur.; τὸ δ. magnificence, Thuc.
English (Woodhouse)
conspicuous, exalted, famous, peerless, pre-eminent, singular, preeminent