προσλείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]].
|btext=manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
|elnltext=προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to be [[lacking]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to be [[lacking]], Arist.
}}
}}

Revision as of 18:01, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλείπω Medium diacritics: προσλείπω Low diacritics: προσλείπω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΙΠΩ
Transliteration A: prosleípō Transliteration B: prosleipō Transliteration C: prosleipo Beta Code: proslei/pw

English (LSJ)

A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6. 2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.

Greek Monolingual

Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.

Greek Monotonic

προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.

Middle Liddell

fut. ψω
to be lacking, Arist.