νωθρεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_5) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωθρεύομαι''': ἀποθετ., φέρομαι νωθρῶς ἢ εἶμαι [[νωθρός]], [[βραδύς]], ἐπὶ προσώπων, Ὑπερείδ. παρὰ | |lstext='''νωθρεύομαι''': ἀποθετ., φέρομαι νωθρῶς ἢ εἶμαι [[νωθρός]], [[βραδύς]], ἐπὶ προσώπων, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· νενωθρευμένοι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218· ἐπὶ οἰδημάτων, νενωθρευμένα [[αὐτόθι]] 125· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 159. | ||
}} | }} |