ισοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ | |mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ ἱππεῖς [[ἦσαν]] [[ἑκατέρωθεν]] ἰσοπληθεῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισομεγέθης]], αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με [[κάτι]] («ἰσοπληθεῖς θαλάσσῃ ποταμοί», <b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπληθώς</i> (Α ἰσοπληθῶς)<br />με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[απειροπληθής]], [[χειροπληθής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:07, 13 October 2022
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοπληθής, -ές)
ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῖς», Ξεν.)
αρχ.
ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῖς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.).
επίρρ...
ισοπληθώς (Α ἰσοπληθῶς)
με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. απειροπληθής, χειροπληθής].