λινορραφής: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινορραφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ραμμένος με [[νήμα]] από [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός ο [[οποίος]] κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραφ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ραφ</i>-<i>ή</i>), [[πρβλ]]. [[δολορραφής]], [[πολυρραφής]]].
|mltxt=[[λινορραφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ραμμένος με [[νήμα]] από [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός ο [[οποίος]] κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῖς ἁλιῆες», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραφ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ραφ</i>-<i>ή</i>), [[πρβλ]]. [[δολορραφής]], [[πολυρραφής]]].
}}
}}

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνορρᾰφής Medium diacritics: λινορραφής Low diacritics: λινορραφής Capitals: ΛΙΝΟΡΡΑΦΗΣ
Transliteration A: linorraphḗs Transliteration B: linorraphēs Transliteration C: linorrafis Beta Code: linorrafh/s

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω) A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.). II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

Greek Monolingual

λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῖς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολορραφής, πολυρραφής].