ριζοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥιζοτόμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο [[ριζοτόμος]] ή <i>το ριζοτόμο</i><br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] ριζών || (μσν.-αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για [[φαρμακευτική]] ή μαγική [[χρήση]]<br />(α. «[[ῥιζοτόμος]] καὶ [[ἀγύρτης]]», Λουκ.<br />β. «ῥιζοτόμοι<br />φαρμακεῑς, βοτανικοί», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[ριζοτομία]] («[[ῥιζοτόμος]] ὥρη», Νίκανδρ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ῥιζοτόμος]]<br />[[είδος]] του φυτού [[ίριδα]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Ῥιζοτόμοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Σοφοκλέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=ο / [[ῥιζοτόμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο [[ριζοτόμος]] ή <i>το ριζοτόμο</i><br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] ριζών || (μσν.-αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για [[φαρμακευτική]] ή μαγική [[χρήση]]<br />(α. «[[ῥιζοτόμος]] καὶ [[ἀγύρτης]]», Λουκ.<br />β. «ῥιζοτόμοι<br />φαρμακεῖς, βοτανικοί», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[ριζοτομία]] («[[ῥιζοτόμος]] ὥρη», Νίκανδρ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ῥιζοτόμος]]<br />[[είδος]] του φυτού [[ίριδα]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Ῥιζοτόμοι</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Σοφοκλέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμοτόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο
εργαλείο για την αποκοπή ριζών