χειρώ: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α<br /><b>βλ.</b> <i>χειριῶ</i>.<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καταβάλλω]], [[νικώ]], [[υποτάσσω]] (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α<br /><b>βλ.</b> <i>χειριῶ</i>.<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[καταβάλλω]], [[νικώ]], [[υποτάσσω]] (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῦντας», Αιλ.<br />β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χειροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[αιχμαλωτίζω]] («οἱ δὲ ἱππεῖς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς ἐχειροῦν | ||
το», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φονεύω]] («καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῦν | |||
το», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[κάνω]] κάποιον του χεριού μου, τον [[καθιστώ]] υποχείριο («αἱ φίλτρα τινά... ἐπιτεχνώμεναι τοῖς ἀνδράσι καὶ χειρούμεναι δι' ἡδονῆς αὐτούς», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (σχετικά με ζώα) [[εξημερώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, [[ηττώμαι]] («ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>. Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από το [[χείρων]] [[κατά]] τα <i>ἐλαττῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλάττων]]), <i>μειῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μείων]]), όπως είχε υποστηριχθεί παλαιότερα, δεν θεωρείται αρκετά πιθανή]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α
βλ. χειριῶ.
(II)
-όω, Α
1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῦντας», Αιλ.
β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.)
2. μέσ. χειροῦμαι, -όομαι
α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῖς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς ἐχειροῦν
το», Ξεν.)
β) φονεύω («καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῦν
το», Ξεν.)
γ) κάνω κάποιον του χεριού μου, τον καθιστώ υποχείριο («αἱ φίλτρα τινά... ἐπιτεχνώμεναι τοῖς ἀνδράσι καὶ χειρούμεναι δι' ἡδονῆς αὐτούς», Πλούτ.)
δ) (σχετικά με ζώα) εξημερώνω
3. παθ. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, ηττώμαι («ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός. Αντίθετα, η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από το χείρων κατά τα ἐλαττῶ, -όω (< ἐλάττων), μειῶ, -όω (< μείων), όπως είχε υποστηριχθεί παλαιότερα, δεν θεωρείται αρκετά πιθανή].