λοιδορώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λοιδορῶ, -έω)<br />[[υβρίζω]], [[κακολογώ]], [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λοιδοροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[κακολογώ]], [[υβρίζω]] («μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῑσθαι δ' οὐ [[πρέπει]] ἄνδρας ποιητάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>lun</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[κόβω]]», [[καθώς]] και με το <i>λύω</i>, ενώ το β' συνθετικό με το [[δέρω]] «[[γδέρνω]]». Η [[άποψη]] αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από κάποιο αμάρτυρο <i>λοίδος</i> «[[παιχνίδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ludus</i>) πλάσθηκε ένα [[επίσης]] αμάρτυρο παρ. <i>λοιδόλης</i> ([[τύπος]]: [[μαινόλης]]), το οποίο με [[ανομοίωση]] έδωσε <i>λοιδόρης</i> και το οποίο μεταπλάστηκε σε [[λοίδορος]]. Η κυριότερη [[αδυναμία]] της απόψεως αυτής [[είναι]] ότι θεωρεί το [[λοιδορώ]] παρ. του [[λοίδορος]], ενώ το τελευταίο [[είναι]] αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοιδορία]], [[λοίδορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοιδόρημα]], [[λοιδόρησις]], [[λοιδορησμός]], [[λοιδορητικός]], [[λοιδοριστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντιλοιδορώ]], <i>απολοιδορώ</i>, [[επιλοιδορώ]], [[καταλοιδορώ]], [[προσεκλοιδορώ]], [[προσλοιδορώ]], [[συλλοιδορώ]]].
|mltxt=(Α λοιδορῶ, -έω)<br />[[υβρίζω]], [[κακολογώ]], [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λοιδοροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[κακολογώ]], [[υβρίζω]] («μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῖσθαι δ' οὐ [[πρέπει]] ἄνδρας ποιητάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>lun</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[κόβω]]», [[καθώς]] και με το <i>λύω</i>, ενώ το β' συνθετικό με το [[δέρω]] «[[γδέρνω]]». Η [[άποψη]] αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από κάποιο αμάρτυρο <i>λοίδος</i> «[[παιχνίδι]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>ludus</i>) πλάσθηκε ένα [[επίσης]] αμάρτυρο παρ. <i>λοιδόλης</i> ([[τύπος]]: [[μαινόλης]]), το οποίο με [[ανομοίωση]] έδωσε <i>λοιδόρης</i> και το οποίο μεταπλάστηκε σε [[λοίδορος]]. Η κυριότερη [[αδυναμία]] της απόψεως αυτής [[είναι]] ότι θεωρεί το [[λοιδορώ]] παρ. του [[λοίδορος]], ενώ το τελευταίο [[είναι]] αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λοιδορία]], [[λοίδορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοιδόρημα]], [[λοιδόρησις]], [[λοιδορησμός]], [[λοιδορητικός]], [[λοιδοριστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντιλοιδορώ]], <i>απολοιδορώ</i>, [[επιλοιδορώ]], [[καταλοιδορώ]], [[προσεκλοιδορώ]], [[προσλοιδορώ]], [[συλλοιδορώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α λοιδορῶ, -έω)
υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς», ΚΔ)
αρχ.
1. επιπλήττω, επιτιμώ
2. μέσ. λοιδοροῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.)
β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῖσθαι δ' οὐ πρέπει ἄνδρας ποιητάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. του οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. lunāti «κόβω», καθώς και με το λύω, ενώ το β' συνθετικό με το δέρω «γδέρνω». Η άποψη αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, από κάποιο αμάρτυρο λοίδος «παιχνίδι» (πρβλ. λατ. ludus) πλάσθηκε ένα επίσης αμάρτυρο παρ. λοιδόλης (τύπος: μαινόλης), το οποίο με ανομοίωση έδωσε λοιδόρης και το οποίο μεταπλάστηκε σε λοίδορος. Η κυριότερη αδυναμία της απόψεως αυτής είναι ότι θεωρεί το λοιδορώ παρ. του λοίδορος, ενώ το τελευταίο είναι αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο του ρ.
ΠΑΡ. λοιδορία, λοίδορος
αρχ.
λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός, λοιδορητικός, λοιδοριστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντιλοιδορώ, απολοιδορώ, επιλοιδορώ, καταλοιδορώ, προσεκλοιδορώ, προσλοιδορώ, συλλοιδορώ].