κόφινος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />βοιωτικό [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη [[σειρά]] της δανείστηκε η Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>cophinus</i>) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές [[αλλά]] και γερμανικές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>couffin</i> «[[ζεμπίλι]]», αγγλ. <i>coffin</i> «[[φέρετρο]]», μσν. άνω γερμ. <i>Koffer</i> «[[κιβώτιο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοφίνι]](<i>ον</i>), [[κοφινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοφινίς]], [[κοφινώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοφινοποιός]].
|mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />βοιωτικό [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη [[σειρά]] της δανείστηκε η Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>cophinus</i>) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές [[αλλά]] και γερμανικές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>couffin</i> «[[ζεμπίλι]]», αγγλ. <i>coffin</i> «[[φέρετρο]]», μσν. άνω γερμ. <i>Koffer</i> «[[κιβώτιο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοφίνι]](<i>ον</i>), [[κοφινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοφινίς]], [[κοφινώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοφινοποιός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόφῐνος Medium diacritics: κόφινος Low diacritics: κόφινος Capitals: ΚΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: kóphinos Transliteration B: kophinos Transliteration C: kofinos Beta Code: ko/finos

English (LSJ)

ὁ, A basket, acc. to AB102 less Att. than ἄρριχος, found in Ar.Av.1310, Fr.349, Pl.Com.41, X.Mem.3.8.6, IG22.1672.65, Thphr.Char.4.11, PPetr.3p.312 (iii B. C.); in later times used specially by Jews, Juv. 3.14, 6.542, cf. Ev.Matt.16.9. II Boeotian measure, containing nine Attic choenices, i.e. about two gallons, κ. σίτου IG7.2712.65, cf. Stratt.13, Arist.HA629a13, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1497] ὁ, K orb; Ar. Av. 1310; Xen. Hem. 3, 8, 6; Sp.; die Atticisten verwerfen das Wort u. setzen dafür ἄῤῥιχος. – Bei den Böotern ein Maaß für trockene und flüssige Dinge, drei χόες haltend, Strattis bei Poll. 4, 169. – [Nonn. par. 6, 52 braucht ι auch lang.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym., pê emprunt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόφινος -ου, ὁ mand.

Russian (Dvoretsky)

κόφῐνος:
1) корзина, короб Arph., Xen., NT;
2) кофин (беотийская мера жидкостей и сыпучих тел, содержащая 3 χόες) Arst.

English (Strong)

of uncertain derivation; a (small) basket: basket.

English (Thayer)

κοφινου, ὁ, a basket, wicker basket (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Basket): Aristophanes av. 1310; Xenophon, mem. 3,8, 6; others.)

Greek Monolingual

ο (Α κόφινος)
μεγάλο καλάθι, κοφίνιοὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)
αρχ.
βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. cophinus) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές αλλά και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. couffin «ζεμπίλι», αγγλ. coffin «φέρετρο», μσν. άνω γερμ. Koffer «κιβώτιο»).
ΠΑΡ. κοφίνι(ον), κοφινώ
αρχ.
κοφινίς, κοφινώδης.
ΣΥΝΘ. κοφινοποιός.

Greek Monotonic

κόφῐνος: ὁ, κοφίνι, καλάθι, σε Αριστοφ., Ξεν.· μεταγεν. χρησιμοποιείται ιδίως για τον Ιησού, σε Καινή Διαθήκη· ήταν εμφανώς μικρότερο από το σπυρίς.

Greek (Liddell-Scott)

κόφῐνος: ὁ, «κοφίνι», κατὰ τοὺς Γραμμ. ἧττον Ἀττ. τοῦ ἄρριχος, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ὄρ. 1310, Ἀποσπ. 129, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 15, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6· κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰουβεν. 3. 14., 6. 542, Κ. Δ.· ἦτο δὲ ὡς φαίνεται μικρότερον τῆς σπυρίδος, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 10, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 25. ΙΙ. Βοιωτικόν τι μέτρον περιέχον 9 Ἀττικὰς χοίνικας δηλ. σχεδὸν 10 λίτρας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 46, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 4, Ἡσύχ. ῑ ἅπαξ παρὰ Νόνν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: `big basket (Att., hell.; on the meaning Schulze BerlSb. 1905, 727f. = Kl. Schr. 498f.), also as measure of capacity = 9 Att. χοίνικες (Boeot. inscr.).
Derivatives: Diminut. κοφίνιον (pap.); κοφινώδης basket-like (sch.), -ηδόν `per basket (EM); κοφινόομαι `have a basket put over one's head (Nic. Dam.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical LW without etymology; suggestions in Bq. Lat. LW cophinus, from where Engl. coffin, MHG koffer. - Fur. compares κόφος prob. basket-load, and also κοψία χύτρα and κόψα ὑδρία; for the suffix s. 129 n. 54.

Middle Liddell

κόφῐνος, ὁ,
a basket, Ar., Xen.; in later times used specially by Jews, NTest.; being apparently smaller than the σπυρίς.

Frisk Etymology German

κόφινος: {kóphinos}
Grammar: m.
Meaning: großer Weidenkorb (att., hell. u. sp.; zur Bed. Schulze BerlSb. 1905, 727f. = Kl. Schr. 498f.), auch als Hohlmaß = 9 att. χοίνικες (böot. Inschr. u. a.).
Derivative: Deminutivum κοφίνιον (Pap.); κοφινώδης korbähnlich (Sch.), -ηδόν korbweise (EM); κοφινόομαι einen Korb über den Kopf bekommen (Nik. Dam.).
Etymology: Technisches LW ohne Etymologie; Erklärungsversuche bei Bq und v. Windekens Le Pélasgique 103. Lat. LW cophinus, woraus engl. coffin Sarg, mhd. koffer usw.
Page 1,936-937

Chinese

原文音譯:kÒfinoj 可非挪士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:馱籃
字義溯源:籃子^。這字在四福音書中,專門用來描寫主耶穌餵飽五千人,把零碎收拾起來,裝滿十二個‘籃子’
出現次數:總共(6);太(2);可(2);路(1);約(1)
譯字彙編
1) 籃子(6) 太14:20; 太16:9; 可6:43; 可8:19; 路9:17; 約6:13