περσικός: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[περσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πέρσης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η περσική</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περσικά</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περσική [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επίσημη [[γλώσσα]] του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό [[κλάδο]] της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ περσική</i><br />η [[ροδακινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περσικὸν</i><br />το [[ροδάκινο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> ο [[περσικός]] [[χορός]] («[[τέλος]] δὲ τὸ περσικὸν | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[περσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πέρσης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η περσική</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περσικά</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περσική [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επίσημη [[γλώσσα]] του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό [[κλάδο]] της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ περσική</i><br />η [[ροδακινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περσικὸν</i><br />το [[ροδάκινο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> ο [[περσικός]] [[χορός]] («[[τέλος]] δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Περσικά</i><br />οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι [[μεταξύ]] Ελλήνων και Περσών<br /><b>4.</b> (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ περσικαί</i> ή <i>τὰ περσικά</i><br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], πασουμάκια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περσικὸς [[ὄρνις]]» — ο [[κόκορας]]<br />β) «περσική [[καρύα]]» — η [[φουντουκιά]]<br />γ) «περσικὸν [[κάρυον]]» — το [[φουντούκι]]<br />δ) «ψιλὴ περσική» — [[είδος]] περσικού τάπητα.<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[Περσεύς]]<br /><b>φρ.</b> «Περσικὸς Πόλεμος» — ο [[πόλεμος]] [[εναντίον]] του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:43, 13 October 2022
German (Pape)
[Seite 603] persisch, s. nom. propr.; bes. – 1) οἱ περσικοί, auch τὰ περσικά u. ἡ περσαία, der Pfirsich, malum Persicum; aber μῆλον περσικόν od. μηδικόν ist die Citrone, μηλέα περσική od. μηδική der Citronenbaum, seltener der Pfirsichbaum. Auch sind αἱ περσικαί persische Nüsse, Wallnüsse, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 345. – 2) αἱ Περσικαί, eine Art seiner Schuhe od. Pantoffeln, Ar. Nubb. 151. – 3) τὸ Περσικόν, eine Art von persischem Tanze, Schneider Xen. An. 6, 6, 10.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / περσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πέρσης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες
2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική
η περσική γλώσσα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά
η περσική γλώσσα
2. φρ. «περσική γλώσσα»
γλωσσ. η επίσημη γλώσσα του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό κλάδο της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ περσική
η ροδακινιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περσικὸν
το ροδάκινο
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. το ουδ. εν. ως ουσ. ο περσικός χορός («τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο», Ξεν.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Περσικά
οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων και Περσών
4. (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περσικαί ή τὰ περσικά
είδος γυναικείων υποδημάτων, πασουμάκια
5. φρ. α) «περσικὸς ὄρνις» — ο κόκορας
β) «περσική καρύα» — η φουντουκιά
γ) «περσικὸν κάρυον» — το φουντούκι
δ) «ψιλὴ περσική» — είδος περσικού τάπητα.
(II)
-ή, -όν, Α Περσεύς
φρ. «Περσικὸς Πόλεμος» — ο πόλεμος εναντίον του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας.