σκίουρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκίουρος''': {skíouros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Eichhörnchen]] (Opp., Plin.).<br />'''Etymology''': Eig. "sich mit dem Schwanze Schatten machend", Bahuvrihi von [[σκιά]] und [[οὐρά]] (zuletzt Solmsen IF 30, 9 f. m. A. 1). Verfehlte Erklärungen bei Bq (abgelehnt). — Daraus mlat. *''scuriolus'' in frz. ''écureuil'', engl. ''squirrdl'' ''usw''.<br />'''Page''' 2,733
|ftr='''σκίουρος''': {skíouros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Eichhörnchen]] (Opp., Plin.).<br />'''Etymology''': Eig. "sich mit dem Schwanze Schatten machend", Bahuvrihi von [[σκιά]] und [[οὐρά]] (zuletzt Solmsen IF 30, 9 f. m. A. 1). Verfehlte Erklärungen bei Bq (abgelehnt). — Daraus mlat. *''scuriolus'' in frz. ''écureuil'', engl. ''squirrdl'' ''usw''.<br />'''Page''' 2,733
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=βερβερίτσα). Ἀπό τό [[σκιά]] + [[οὐρά]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[σκιά]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίουρος Medium diacritics: σκίουρος Low diacritics: σκίουρος Capitals: ΣΚΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skíouros Transliteration B: skiouros Transliteration C: skiouros Beta Code: ski/ouros

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά) prop. shadow-tail, i.e. squirrel, Opp.C.2.586; cf. Plin.HN8.138.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, das Eichhörnchen, weil es sich mit seinem breiten aufwärtsgeschlagenen Schwanze Schatten zu machen scheint, Ael. u. Opp. C. 2, 586, auch καμψίουρος u. ἵππουρος.

Greek (Liddell-Scott)

σκίουρος: ὁ, (οὐρὰ) κυρίως ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ ζῷον ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ καμψίουρος, ἵππουρος. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.

Latin > French (Gaffiot 2016)

scĭūrus, ī, m. (σκίουρος « dont la queue fait de l’ombre »), écureuil: Plin. 8, 138.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ζωολ. γενική, σήμερα, ονομασία τρωκτικών που ανήκουν στην οικογένεια σκιουρίδες της υπόταξης σκιουρόμορφα, και ιδίως, τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική μακριά και φουντωτή ανορθωμένη ουρά, με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο είδος τον κοινό σκίουρο ή βερβερίτσα
νεοελλ.
φρ. α) «ιπτάμενος σκίουρος»
ζωολ. ομάδα σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην υποοικογένεια πεταυριστίνες της οικογένειας σκιουρίδες και είναι δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια διπλή δερματική πτυχή που συνδέει από το ένα και το άλλο πλευρό τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια άκρα και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από δένδρο σε δένδρο ή από δένδρο στο έδαφος
β) «γκρίζος σκίουρος»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μεί-ουρος. Το ζώο ονομάστηκε έτσι λόγω της φουντωτής ουράς του].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: squirrel (Opp., Plin.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. "who makes himself shade with his tail", bahuvrihi from σκιά and οὑρά (lastly Solmsen IF 30, 9 f. w. n. 1). Wrong explanations in Bq (rejected). -- From it MLat. *scuriolus in Fr. écureuil, Engl. squirl etc. -- The etym. looks rather like a folk-etym. than as a serious explanation. There seems to be a Pre-Greek suffix (?) -ουρος (from -arʷ-o-?).

Frisk Etymology German

σκίουρος: {skíouros}
Grammar: m.
Meaning: Eichhörnchen (Opp., Plin.).
Etymology: Eig. "sich mit dem Schwanze Schatten machend", Bahuvrihi von σκιά und οὐρά (zuletzt Solmsen IF 30, 9 f. m. A. 1). Verfehlte Erklärungen bei Bq (abgelehnt). — Daraus mlat. *scuriolus in frz. écureuil, engl. squirrdl usw.
Page 2,733

Mantoulidis Etymological

(=βερβερίτσα). Ἀπό τό σκιά + οὐρά. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σκιά.