ρέκτης: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(36)
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥέκτης]], ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [[ῥέζω]] (Ι)]<br />[[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[δημιουργικός]] («[[ἄλλως]] μὲν οὐκ [[ὄντα]] ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερεύς]].
|mltxt=[[ῥέκτης]], ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [[ῥέζω]] (Ι)]<br />[[δραστήριος]], [[ενεργητικός]], [[δημιουργικός]] («[[ἄλλως]] μὲν οὐκ [[ὄντα]] ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερεύς]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δραστήριος]]). Ἀπό τό [[ρέζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 14 October 2022

Greek Monolingual

ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικόςἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.

Mantoulidis Etymological

(=δραστήριος). Ἀπό τό ρέζω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.