νοσφίζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':norf⋯zomai 挪士非索買<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':盜用公款 相當於: ([[חֵרֶם]]‎)<br />'''字義溯源''':私自留下,私留,私拿東西,誤用,偷竊,侵吞;源自([[νοσσίον]])X*=分開)<br />'''出現次數''':總共(3);徒(2);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 私拿東西(1) 多2:10;<br />2) 私自留下(1) 徒5:3;<br />3) 私留(1) 徒5:2 | |sngr='''原文音譯''':norf⋯zomai 挪士非索買<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':盜用公款 相當於: ([[חֵרֶם]]‎)<br />'''字義溯源''':私自留下,私留,私拿東西,誤用,偷竊,侵吞;源自([[νοσσίον]])X*=分開)<br />'''出現次數''':總共(3);徒(2);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 私拿東西(1) 多2:10;<br />2) 私自留下(1) 徒5:3;<br />3) 私留(1) 徒5:2 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί [[νοσφίζομαι]] (=[[ἀποχωρίζω]] [[ἀπομακρύνομαι]]). Ἀπό τό τοπικό ἐπίρρ. [[νόσφι]] (=μακριά) πού [[ἔχει]] γιά α´ συνθετ. τό νοσ→ νοτ→ νωτ (=πίσω, ἀπό ὅπου τό νῶτο, τά νῶτα) + κατάληξη -φι (γεν. ἤ δοτ., [[ὥστε]] [[νόσφι]] σήμαινε στήν [[ἀρχή]] πίσω καί [[νοσφίζομαι]] = [[στρέφω]] τά νῶτα μου).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νοσφισμός]], [[νοσφιστής]], [[νοσφιδόν]] (=κρυφά). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 14 October 2022
English (LSJ)
Att. fut. A νοσφῐῶ S.Ph.1427, E.Alc.43: aor. I ἐνόσφισα Pi.N.6.62, etc.:—Med., fut. νοσφίσομαι IG12(7).515.93 (Amorgos, ii B.C.); Ep. νοσφίσσομαι A.R.4.1108: aor. ἐνοσφισάμην, Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): pf. νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4 (iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37:—Pass., aor. ἐνοσφίσθην Od.11.73, etc.: I Hom. only Med. and Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94; νοσφίσατ' Od.11.425: metaph., ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον Il.2.81, 24.222. 2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98. 3 c. acc., forsake, abandon, παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε 4.263; elsewhere in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib.579, 21.77,104; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92; ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT693 (lyr.). II after Hom. (ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer.158) in Act., set apart, separate, remove, τινὰ ἐκ δόμων E.Hel.641 (lyr.); βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA1286 (lyr.); τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331; τινα A.R.2.793: metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph.1427; τῷ νύ μ'… ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.) ἐσσυμένως Q.S.13.282; ν. τινά alone, A.Ch.438 (lyr.), Eu.211; ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292 (Paul. Sil.). 2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62; also ν. τινά τινος A.Ch.620 (lyr.), E.Alc.43; τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp.539; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr.1207 (lyr.). 3 Med., put aside for oneself, appropriate, purloin, νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.): in pf. Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of…, PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2; ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10. III Med. in act. sense, deprive, rob, σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp.153, cf. A.R.4.1108. 2 in later poets, remove, τοὺς… ἀπὸ Ξάνθοιο… πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684; νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79.—Rare in Att. Prose.
French (Bailly abrégé)
f. νοσφίσω, att. νοσφιῶ, ao. ἐνόσφισα, pf. inus.
1 éloigner, séparer : τινα βίον SOPH écarter qqn de la vie, le tuer ; abs. se défaire de qqn, le tuer;
2 détourner, soustraire, dérober, voler : τινά τινος dépouiller qqn de qch;
Moy. νοσφίζομαι (ao. ἐνοσφισάμην et ἐνοσφίσθην);
I. intr.
1 s'éloigner, s'écarter, aller à l'écart;
2 fig. en parl. de sentiments s'écarter de, s'éloigner de (dans son cœur) : νοσφιζοίμεθα μᾶλλον IL nous nous éloignerions de lui plutôt (que de le croire);
II. tr.
1 se séparer de, abandonner, laisser, acc.;
2 mettre de côté pour soi, détourner à son profit, soustraire.
Étymologie: νόσφι.
English (Slater)
νοσφίζω deprive c. acc. dupl., δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.62)
English (Thayer)
middle, present participle νοσφιζόμενος; 1st aorist ἐνοσφισαμην; (νόσφι afar, apart); to set apart, separate, divide; middle to set apart or separate for oneself, i. e. to purloin, embezzle, withdraw covertly and appropriate to one's own use: χρήματα, Xenophon, Cyril 4,2, 42; Plutarch, Lucull. 37; Aristid. 4; μηδέν τῶν ἐκ τῆς διαρπαγης, Polybius 10,16, 6; χρυσώματα, ἀλλότρια, Josephus, Antiquities 4,8, 29; absolutely, τί) ἀπό τίνος, A. V. keep back); the Sept. ἐκ τίνος, Athen. 6, p. 234a.
Russian (Dvoretsky)
νοσφίζω: (fut. νοσφίσω - атт. νοσφιῶ)
1) удалять, уносить, похищать (ἐκ δόμων τινά Eur.);
2) лишать (τινὰ βίου Soph.);
3) убирать прочь, т. е. убивать (ἄνδρα Aesch.);
4) med.-pass. уходить в сторону, удаляться (πατρός Hom.; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν HH);
5) med. оставлять, покидать (παῖδα Hom.);
6) med. отвергать, отбрасывать прочь (ψεῦδος Hom.);
7) med. захватывать, присваивать себе (χρήματα ὁπόσα ἂν βουλώμεθα Xen.; πολλὰ τῆς πόλεως Plut.; ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου NT).
Chinese
原文音譯:norf⋯zomai 挪士非索買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:盜用公款 相當於: (חֵרֶם)
字義溯源:私自留下,私留,私拿東西,誤用,偷竊,侵吞;源自(νοσσίον)X*=分開)
出現次數:總共(3);徒(2);多(1)
譯字彙編:
1) 私拿東西(1) 多2:10;
2) 私自留下(1) 徒5:3;
3) 私留(1) 徒5:2
Mantoulidis Etymological
καί νοσφίζομαι (=ἀποχωρίζω ἀπομακρύνομαι). Ἀπό τό τοπικό ἐπίρρ. νόσφι (=μακριά) πού ἔχει γιά α´ συνθετ. τό νοσ→ νοτ→ νωτ (=πίσω, ἀπό ὅπου τό νῶτο, τά νῶτα) + κατάληξη -φι (γεν. ἤ δοτ., ὥστε νόσφι σήμαινε στήν ἀρχή πίσω καί νοσφίζομαι = στρέφω τά νῶτα μου).
Παράγωγα: νοσφισμός, νοσφιστής, νοσφιδόν (=κρυφά).