ρυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρσευ</i>-<i>τήρ</i>). Ο τ. [[ῥυστήρ]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρσευ</i>-<i>τήρ</i>). Ο τ. [[ῥυστήρ]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:35, 14 October 2022

Greek Monolingual

(I)
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ρυτήρας.
(II)
-ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, -ῆρος, Α
αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ). Ο τ. ῥυστήρ εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].

Mantoulidis Etymological

(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.