προίξ: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة, مَهْر; Egyptian Arabic: مهر; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: [[bruidsschat]]; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: [[dot]]; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: [[Aussteuer]]; [[Mitgift]], [[Brautschatz]]; Greek: [[προίκα]]; Ancient Greek: [[προίξ]], [[φερνή]]; Hebrew: נְדוּנְיָה; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: [[dote]]; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: [[dos]], [[maritagium]]; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه, جهاز, جهیز, مهر, کابین; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: [[приданое]], [[вено]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز, دہیز, مہر; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן; Zulu: ilobolo | |trtx=Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة, مَهْر; Egyptian Arabic: مهر; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: [[bruidsschat]]; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: [[dot]]; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: [[Aussteuer]]; [[Mitgift]], [[Brautschatz]]; Greek: [[προίκα]]; Ancient Greek: [[προίξ]], [[φερνή]]; Hebrew: נְדוּנְיָה; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: [[dote]]; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: [[dos]], [[maritagium]]; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه, جهاز, جهیز, مهر, کابین; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: [[приданое]], [[вено]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز, دہیز, مہر; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן; Zulu: ilobolo | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-[[προικός]] Ἀπό τό προ+ ικ (τοῦ [[ἱκνέομαι]] -οῦμαι) + ς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 14 October 2022
English (LSJ)
προικός, ἡ, προοίξ PMich.inv.3249 (ZPE31.173.6, 11, ii a.d.), (on the accent v. Arc.125, An.Ox.3.243; Ion. accus. πρόϊκα acc. to EM495.33), A gift, present, in Hom. only gen. προικός, as adverb, ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι burdensome is it for a single person to give of his bounty, without reimbursement, Od. 13.15; ἔμελλεν… προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν was likely to make trial of the Achaeans with impunity, 17.413 (unless π. γ. = taste the gift). 2 after Hom., marriage portion, dowry, Hippon.(?)72, And. 4.14, Lys.19.9, Pl.Lg.774c, al.; ἐν τῇ προικὶ τετιμημένα reckoned as part of the dowry, D.47.57; ἀποτετιμημένα προικὸς τῇ διοδώρου θυγατρί IG22.2675. II acc. προῖκα as adverb, as a free gift, freely, at one's own cost, Ar.Eq.577,679, Nu.1426; π. ἐργάζεσθαι Pl.R.346e; ἀρετὴ τὸ π. τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν Antiph. 210; π. κρίνειν, πρεσβεύειν, without a gift, unbribed, D.5.12, 19.232, cf. IG3.702, etc.; παῖς… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται of oneself, without a teacher, [S.] Fr. 1120.6, προῖκα βουλευτής = councillor who did not have to pay an entrance fee, Mitchell N. Galatia 181.49 (a.d. 145).2 προῖκα τῆς δόξης = to say nothing of, in addition to, Plu.2.349e.
German (Pape)
[Seite 725] att. προίξ, προικός, ἡ, (mit πορεῖν zusammenhangend? S. προΐσσομαι), dargereichte Gabe; Hom. zweimal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, die Gabe genießen; 13, 15 ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, entweder = es ist beschwerlich, daß ein Einzelner es als Geschenk gebe, oder = daß ein Einzelner es umsonst, ohne Ersatz, ohne Entschädigung gebe. – Bei den Att. bes. Heirathsgeschenk, Mitgift der Frau; Andoc. 4, 14; υἱῷ προῖκα λαβεῖν, Lys. 19, 17; ἐπὶ προικὶ ἔχειν, 10, 19, vgl. 3, 35; μήτ' οὖν διδόναι, μήτε δέχεσθαι προῖκα, Plat. Legg. V, 742 c; προῖκες μέτριαι, Ep. XIII, 361 e; öfter bei den Rednern, wie Dem.; Sp., wie Luc. Tim. 47 bis accus. 27. – Der accus. προῖκα, auch der gen. προικός wird adverbial gebraucht, an Geschenkes Statt, als Geschenk, umsonst, unentgeltlich, unvergolten; so vielleicht schon Odyss. 13, 15, s. oben; κακὸν μὲν δρᾶν τι, προῖκ' ἐπίσταται, Soph. frg. 779, d. i. von selbst, ohne Lehrer; vgl. Ar. Equ. 575. 677 Nubb. 1408; ὅταν προῖκα ἐργάζηται, Plat. Rep. I, 346 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Nigr. 26; Dem. erkl. 19, 232 πότερον χρημάτων πρεσβεύειν προσήκει ἢ προῖ, κα ἀδωροδοκήτως.
French (Bailly abrégé)
προικός (ἡ) :
1 présent, don ; acc. adv. • προῖκα, en présent, gratuitement;
2 dot en prose touj. en ce sens.
Étymologie: πρό, R. Ϝικ, venir, > ἵκω, ἱκνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προίξ προικός, ἡ [πρό, ~ ἵκω] geschenk, bruidschat:; προῖκα διδόναι τρία τάλαντα als bruidschat drie talenten geven Men. Dysc. 843; gen. adv. προικός en acc. adv. προῖκα gratis.
English (Autenrieth)
προικός: gift, present; προικός, ‘for nothing,’ i. e. without compensation, Od. 13.15.
Russian (Dvoretsky)
προΐξ: ϊκός и προίξ, οικός ἡ (только в косв. падежах)
1) дар, подарок, подношение Hom.;
2) приданое Lys., Plat., Arst., Dem.: τῶν προικῶν δοῦλοι Plut. рабы приданого, т. е. женившиеся по расчету.
Greek (Liddell-Scott)
προίξ: προικός, ἡ, «οὐδὲν εἰς οιξ λήγει ὄνομα πλὴν μόνον ἡ προὶξ καὶ ὀξύνεται». Ἡρῳδιαν. περὶ Καθολ. Προσῳδ. ιδ΄, τ. 1, σ. 397, 19, Ἀρκάδ. 125, 6· (Ἰων. προῒξ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 495. 32), ἴδε ἐν τέλ. Δῶρον, δωρεά, προικὸς γεύεσθαι, «τῆς δωρεὰν δόσεως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 413· ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, «χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον ἕνα δωρεὰν τοιαύτην χαρίσασθαι» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλον Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ προῖκα, δψρεάν», Ὀδ. Ν. 15. 2) μεθ’ Ὅμηρ., τὸ κατὰ τοὺς γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή, Ἱππῶν. 69, Ἀνδοκ. 30. 40, Λυσί. 159. 9, Πλάτ. Νόμ. 744C, κ. ἀλλ.· ἐν προικὶ τιμᾶν, ὑπολογίζειν ὡς μέρος τῆς προικός, Δημ. 1156. 15. ΙΙ. οἱ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῇ αἰτ. προῖκα ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ δωρεάν, «χάρισμα», Λατ. gratis, Ἀριστοφ. Ἱππ. 577, 679, Νεφ. 1426· προῖκα ἐργάζεσθαι Πλάτ. Πολ. 346Ε· δειπνεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Τυρρηνῷ» 1· πρ. κρίνειν, πρεσβεύειν, ἄνευ δώρου, τιμίως καὶ εἰλικρινῶς, Δημ. 60. 2., 413. 16 καὶ 20 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 399, 2099, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, παῖς… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ’ ἐπίσταται, ἀφ’ ἑαυτοῦ, χωρὶς διδασκάλου, Σοφ. Ἀποσπ. 779. (Ἐκ τῆς √ΠΡΟΙΚ, ὅθεν καὶ καταπροΐξομαι, καὶ πιθανῶς προΐσσομαι, προΐκτης, πρβλ. Σανσκρ. prak΄h (rogare, predari)· Λατ. precor, procor, procus).
Greek Monolingual
η / προίξ, -ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α
η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια της νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο
αρχ.
1. δώρο, χάρισμα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῖκα
α) δωρεάν, ως χάρισμα («ἀρετὴ τὸ προῖκα τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν», Αντιφάν.)
β) τίμια και ειλικρινά («προῖκα τὰ πράγματα κρίνω καὶ λογίζομαι», Δημοσθ.)
γ) από μόνος μου, χωρίς δάσκαλο («παῖς... κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται», Σοφ.)
δ) επί πλέον, επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προίξ, -κός, σύνθ. με την πρόθεση πρό (πρβλ. πρόσ-φυξ, ἄντυξ), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα sik- της IE sēik- «φθάνω, πιάνω με το χέρι» (βλ. λ. ἵκω) και συνδέεται με το λιθουαν. siekiu, siekti «απλώνω το χέρι, περιμένω με ανοιχτή την παλάμη». Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -ye-/ -yo- το ρ. προΐσσομαι (< προΐκ-jομαι), από όπου το δηλωτικό του δράστη ενεργείας προΐκτης. Ως αρχική σημ. του τ. θα πρέπει να θεωρηθεί η πράξη του απλώματος του χεριού για να δώσει και επίσης η αντίστροφη κίνηση αυτού που ζητάει, που απλώνει το χέρι για να πάρει, από όπου και οι σημ. τών προΐσσομαι «ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω» και προΐκτης «επέτης, ζητιάνος» (πρβλ. και το ερμήνευμα του Ησύχ. «προικός
πτωχός»)].
Greek Monotonic
προίξ: προικός, ἡ,
I. 1. δώρο, δωρεά, προικὸς γεύσασθαι, γεύομαι ένα δώρο, σε Ομήρ. Οδ.· προικὸς χαρίσασθαι, χαρίζω προίκα (προικός είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.
2. μερίδιο που αποδίδεται στους γάμους, προίκα, σε Πλάτ., Δημ.
II. οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. προῖκα ως επίρρ., όπως το δωρεά, ελεύθερη δωρεά, χάρισμα, πράγμα διδόμενο άνευ κόστους, Λατ. gratis, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προῖκα κρίνειν, χωρίς προίκα, χωρίς δώρο, σε Δημ.
Frisk Etymological English
προικός
Grammatical information: f.
Meaning: gift, present (ν 15, ρ 413 [gen.]; cf. below), dowry (Att. [Sommer Nominalkomp. 94], also late pap. as archaising expression of the juridical language [Chantraine Mél. Maspero 2, 222 f.]); acc. προῖκα as adv. gratuitous, for free (Att.; thus prob. the gen. προικός ν 15).
Compounds: ἄ-προικος without dowry (Att.; Sommer l.c.).
Derivatives: Dimin. προικ-ίδιον n. (Plu.); adj. -ίδιος forming a gift (Ph.), -ιμαῖος id. (pap. VIp), gratuitous (D. C.), -ιος gratuitous (AP); verb -ίζω 'to provide with a dowry' (D. S., Ph. a.o.). -- Besides προ-ΐκτης m. beggar (ρ 352 u. 449), -ΐσσομαι to ask, beg for a gift (Archil. 130). Here also the fut. κατα-προΐξομαι in οὐ καταπροΐξεται he shall not get away for free, remain unpunished etc. (IA. com.).
Origin: IE [Indo-European] [893] *seiHk- stretch forth the hand
Etymology: Archaic word that died away soon, in late lit. partly revivified. -- Formation like ἄμ-πυξ, ἄν-τυξ, πρόσ-φυξ a.o., so prop. πρό-ϊξ (πρόϊκα with dieresis Ion. after EM 495, 33), from a verb with prefix, which is also the basis of προΐκ-της; the yot-present προ-ΐσσομαι can be either primary or a denominative of προίξ. -- Prop. *stretching forth (of the hand), presentation", to Lith. síekiu, síekti a.o. stretch forth (the hand), reach; προΐκ-της prop. who stretches forth the hand; cf. προτείνω χεῖρα καὶ προΐσσομαι (Archil. 130). -- Further s. ἵκω; diff. Jacobsohn Gnomon 2, 385 (προίξ prop. *"what is wanted, implored"; cf. on ἴκμενος).
Middle Liddell
προίξ, προικός,
I. a gift, present, προικὸς γεύσασθαι to taste of a present, Od.; προικὸς χαρίσασθαι to give away gratis (προικός being gen. pretii), Od.
2. a marriage-portion, dowry, Plat., Dem.
II. the attic used acc. προῖκα as adv., like δωρεάν, as a free gift, freely, at one's own cost, Lat. gratis, Ar., Plat.; πρ. κρίνειν without a gift, unbribed, Dem.
Frisk Etymology German
προίξ: προικός
{proíks}
Grammar: f.
Meaning: Gabe, Geschenk (ν 15, ρ 413 [Gen.]; vgl. unten), Mitgift (att. [Sommer Nominalkomp. 94], auch sp. Pap. als archaisierender Ausdruck der Rechtssprache [Chantraine Mél. Maspero 2, 222 f.]); Akk. προῖκα als Adv. unentgeltlich, umsonst (att.; ebenso wohl der Gen. προικός ν 15);
Composita: ἄπροικος ohne Mitgift (att.; Sommer a. O.).
Derivative: Davon das Demin. προικίδιον n. (Plu.); die Adj. -ίδιος ‘eine Mitgift bil- dend' (Ph.), -ιμαῖος ib. (Pap. VIp), unentgeltlich (D. C.), -ιος unentgeltlich (AP); das Verb -ίζω ‘mit Mitgift aus- statten’ (D. S., Ph. u.a.). — Daneben προΐκτης m. Bettler (ρ 352 u. 449), -ΐσσομαι um eine Gabe bitten, betteln (Archil. 130). Hierher noch das Fut. καταπροΐξομαι in οὐ καταπροΐξεται er wird nicht umsonst davon kommen, nicht ungestraft bleiben usw. (ion., att. Kom.).
Etymology: Altertümliche und früh absterbende Wörter, in der späten Lit. z.T. wiederbelebt. — Bildung wie ἄμπυξ, ἄντυξ, πρόσφυξ u.a., somit eig. πρόϊξ (πρόϊκα mit Diärese ion. nach EM 495, 33), von einem präfigierten Verb, das auch dem Nomen προΐκτης zugrunde liegt; das Jotpräsens προΐσσομαι kann entweder primär oder ein Denominativum von προίξ sein. —Eig. *"Hervorstreckung (der Hand), Darbringung", zu lit. síekiu, síekti u. a. ‘die Hand ausstrecken, (mit der Hand) langen, (er)reichen’; προΐκτης eig. der die Hand ausstreckt; vgl. προτείνω χεῖρα καὶ προΐσσομαι (Archil. 130). — Weiteres s. ἵκω; abweichend Jacobsohn Gnomon 2, 385 (προίξ eig. *"das Erwünschte, Erflehte"; vgl. zu ἴκμενος).
Page 2,598-599
Translations
Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة, مَهْر; Egyptian Arabic: مهر; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: bruidsschat; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: dot; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: Aussteuer; Mitgift, Brautschatz; Greek: προίκα; Ancient Greek: προίξ, φερνή; Hebrew: נְדוּנְיָה; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: dote; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: dos, maritagium; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه, جهاز, جهیز, مهر, کابین; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: приданое, вено; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز, دہیز, مہر; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן; Zulu: ilobolo
Mantoulidis Etymological
-προικός Ἀπό τό προ+ ικ (τοῦ ἱκνέομαι -οῦμαι) + ς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.