ρόδον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρόδο]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρόδο]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα).
}}
}}

Revision as of 15:55, 14 October 2022

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.

Mantoulidis Etymological

(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδανός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.
Παράγωγα: ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τριαντάφυλλα).