ὑπερφερής: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperferis
|Transliteration C=yperferis
|Beta Code=u(perferh/s
|Beta Code=u(perferh/s
|Definition=ές, [[pre-eminent]], [[excellent]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Da.</span>2.31</span>, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in <span class="title">Wien.Stud.</span>20.319.
|Definition=ές, [[pre-eminent]], [[excellent]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Da.</span>2.31</span>, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in <span class="title">Wien.Stud.</span>20.319.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφερής Medium diacritics: ὑπερφερής Low diacritics: υπερφερής Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΗΣ
Transliteration A: hyperpherḗs Transliteration B: hyperpherēs Transliteration C: yperferis Beta Code: u(perferh/s

English (LSJ)

ές, pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].