ἐπιβιβάζω: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epivivazo | |Transliteration C=epivivazo | ||
|Beta Code=e)pibiba/zw | |Beta Code=e)pibiba/zw | ||
|Definition=(fut. -βιβῶ <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ho.</span>10.11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hb.</span>3.15</span>), causal of [[ἐπιβαίνω]], [[put]] one [[upon]], ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας <span class="bibl">Th.4.31</span>; <b class="b3">τινὰ ἐπὶ</b> τὸ ἴδιον κτῆνος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>10.34</span>:—Pass., <span class="bibl">Apollod.3.1.1</span>. | |Definition=(fut. -βιβῶ <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ho.</span>10.11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hb.</span>3.15</span>), causal of [[ἐπιβαίνω]], [[put]] one [[upon]], ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας <span class="bibl">Th.4.31</span>; <b class="b3">τινὰ ἐπὶ</b> τὸ ἴδιον κτῆνος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>10.34</span>:—Pass., <span class="bibl">Apollod.3.1.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 15 October 2022
English (LSJ)
(fut. -βιβῶ LXX Ho.10.11, Hb.3.15), causal of ἐπιβαίνω, put one upon, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Th.4.31; τινὰ ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος Ev.Luc.10.34:—Pass., Apollod.3.1.1.
German (Pape)
[Seite 929] darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.
French (Bailly abrégé)
faire monter sur : ἐπὶ ναῦς faire embarquer.
Étymologie: ἐπί, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβῐβάζω: сажать, грузить (ἐπὶ τὰς ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc.; εἰς πλοῖον Plat.; τινὰ ἐπὶ τὸ κτῆνος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβῐβάζω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Θουκ. 4. 31:- Παθ., Ἀπολλόδ. 3. 1, 1.
English (Strong)
from ἐπί and a reduplicated derivative of the base of βάσις (compare ἀναβιβάζω); to cause to mount (an animal): set on.
English (Thayer)
1st aorist ἐπεβίβασα; to cause to mount; to place upon (cf. ἐπί, D. 3): τινα or τί ἐπί τί, Thucydides, Plato, Diodorus, others; the Sept. several times for הִרְכִּיב.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.
Greek Monotonic
ἐπιβῐβάζω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, βάζω κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς, σε Θουκ.
Middle Liddell
Causal of ἐπιβαίνω
to put one upon, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Thuc.
Chinese
原文音譯:™pibib£zw 誒披-比巴索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-(行)步(化)
字義溯源:扶著騎上,放上,騎上,騎,扶;由(ἐπί)*=在⋯上)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀναβιβάζω)同義字
出現次數:總共(3);路(2);徒(1)
譯字彙編:
1) 扶著⋯騎上(1) 路19:35;
2) 騎上(1) 徒23:24;
3) 扶(1) 路10:34