κακοεργία: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοεργία:''' κᾰκο-εργός, Επικ. αντί <i>κακ-ουργία</i>, <i>-γος</i>.
|lsmtext='''κᾰκοεργία:''' κᾰκο-εργός, Επικ. αντί <i>κακ-ουργία</i>, <i>-γος</i>.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[maleficio]] αἰτῶν καὶ παρακαλῶν, ὅπως διώξῃς ἀπ' ἐμοῦ, τοῦ δούλου σου, τὸν δαίμονα προβασκανίας καὶ τὸν κακοεργίας <b class="b3">pidiendo y suplicando que alejes de mí, tu esclavo, al demonio del embrujamiento y al del maleficio</b> C 9 10 (cj. Pr.)
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοεργία Medium diacritics: κακοεργία Low diacritics: κακοεργία Capitals: ΚΑΚΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: kakoergía Transliteration B: kakoergia Transliteration C: kakoergia Beta Code: kakoergi/a

English (LSJ)

κᾰκο-εργός, = κακουργία, -γος, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Ggstz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοεργία: эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.

Spanish

maleficio

Greek Monolingual

κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.

Greek Monotonic

κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.

Léxico de magia

maleficio αἰτῶν καὶ παρακαλῶν, ὅπως διώξῃς ἀπ' ἐμοῦ, τοῦ δούλου σου, τὸν δαίμονα προβασκανίας καὶ τὸν κακοεργίας pidiendo y suplicando que alejes de mí, tu esclavo, al demonio del embrujamiento y al del maleficio C 9 10 (cj. Pr.)