πάροινος: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':p£roinoj 爬而-哀挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':在旁-酒<br />'''字義溯源''':逗留於酒旁,因酒滋事,喝晬的,嗜酒的,濫用的,喧嚷的;由([[παρά]])*=旁,出於)與([[οἶνος]])*=酒)組成;其中 ([[οἶνος]])或源自希伯來文([[יַיִן]]‎)=酒,使興奮)<br />'''出現次數''':總共(2);提前(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 嗜酒(2) 提前3:3; 多1:7 | |sngr='''原文音譯''':p£roinoj 爬而-哀挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':在旁-酒<br />'''字義溯源''':逗留於酒旁,因酒滋事,喝晬的,嗜酒的,濫用的,喧嚷的;由([[παρά]])*=旁,出於)與([[οἶνος]])*=酒)組成;其中 ([[οἶνος]])或源自希伯來文([[יַיִן]]‎)=酒,使興奮)<br />'''出現次數''':總共(2);提前(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 嗜酒(2) 提前3:3; 多1:7 | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ivrogne, adonné au vin | |||
}} | }} |
Revision as of 18:31, 17 October 2022
English (LSJ)
ον, A = παροινικός (drunk, inebriated), Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc.; μάχαι πάροινοι Anacreont.40.12; τὸ σὸν πάροινον Men.Pk.444. Adv. παροίνως = drunkenly Poll.6.21. II = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ath. 14.629e.
German (Pape)
[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ivre.
Étymologie: παρά, οἶνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάροινος -ον [παρά, οἶνος] dronken; subst. τὸ πάροινον dronken bui.
English (Strong)
from παρά and οἶνος; staying near wine, i.e. tippling (a toper): given to wine.
English (Thayer)
πάροινον, a later Greek word for the earlier παροίνιος (παρά (which see IV:1) and οἶνος, one who sits long at his wine), given to wine, drunken: brawling, abusive).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα του παροίνου, η παροινία.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο του παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶνος (πρβλ. κάτ-οινος)].
Greek Monotonic
πάροινος: -ον, = παροινικός, Λυσίας κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄, 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».
Middle Liddell
πάρ-οινος, ον, = παροινικός, Lys., etc.]
Chinese
原文音譯:p£roinoj 爬而-哀挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在旁-酒
字義溯源:逗留於酒旁,因酒滋事,喝晬的,嗜酒的,濫用的,喧嚷的;由(παρά)*=旁,出於)與(οἶνος)*=酒)組成;其中 (οἶνος)或源自希伯來文(יַיִן)=酒,使興奮)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 嗜酒(2) 提前3:3; 多1:7
French (New Testament)
ivrogne, adonné au vin