ὑπόλειμμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kat£leimma 卡他-練馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-缺乏 相當於: ([[שְׁאָר]]&#x200E;)  ([[שְׁאֵרִית]]&#x200E;)  ([[שָׂרִיד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自([[καταλείπω]])=留下);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。註:和合本以 ([[ὑπόλειμμα]])代替 ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])比較: ([[λεῖμμα]])=餘數參讀 ([[ἀπολείπω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘數(1) 羅9:27
|sngr='''原文音譯''':kat£leimma 卡他-練馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-缺乏 相當於: ([[שְׁאָר]]&#x200E;)  ([[שְׁאֵרִית]]&#x200E;)  ([[שָׂרִיד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自([[καταλείπω]])=留下);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。註:和合本以 ([[ὑπόλειμμα]])代替 ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])比較: ([[λεῖμμα]])=餘數參讀 ([[ἀπολείπω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘數(1) 羅9:27
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ατος (τὸ) reste, résidu<br>[[ὑπολείπω]]
}}
}}

Revision as of 18:40, 17 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλειμμα Medium diacritics: ὑπόλειμμα Low diacritics: υπόλειμμα Capitals: ΥΠΟΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: hypóleimma Transliteration B: hypoleimma Transliteration C: ypoleimma Beta Code: u(po/leimma

English (LSJ)

ατος, τό, remnant, remainder, Hp.Prorrh.2.42, Arist. HA559b21, GA744b15,31, Thphr.CP1.11.3, al., LXX 4 Ki.21.14, al.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, Überbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλειμμα: ατος τό остаток (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. остатки (разгромленных) политических группировок.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειμμα: τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.

Greek Monolingual

το / ὑπόλειμμα, -είμματος, ΝΜΑ ὑπολείπω
καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ή κατά τη συγκομιδή
2. φρ. «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα φυτών που μένουν στον αγρό μετά τη συγκομιδή.

Chinese

原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר‎) (שְׁאֵרִית‎) (שָׂרִיד‎)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 餘數(1) 羅9:27

French (New Testament)

ατος (τὸ) reste, résidu
ὑπολείπω