τάσσω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(CSV import) |
m (Text replacement - "down" to "down") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist [[ἔταξα]]; [[perfect]] infinitive τεταχέναι (T Tr marginal [[reading]]); [[passive]], [[present]] participle τασσόμενος; [[perfect]] 3rd [[person]] [[singular]] τέτακταί, participle τεταγμένος; 1st aorist [[middle]] ἐταξαμην; from ([[Pindar]], [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] | |txtha=1st aorist [[ἔταξα]]; [[perfect]] infinitive τεταχέναι (T Tr marginal [[reading]]); [[passive]], [[present]] participle τασσόμενος; [[perfect]] 3rd [[person]] [[singular]] τέτακταί, participle τεταγμένος; 1st aorist [[middle]] ἐταξαμην; from ([[Pindar]], [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] down; the Sept. for שׂוּם, and [[occasionally]] for נָתַן, צִוָּה, שׁוּת, etc.; to [[put]] in [[place]]; to [[station]];<br /><b class="num">a.</b> "to [[place]] in a [[certain]] [[order]] ([[Xenophon]], mem. 3,1, 7 (9)), to [[arrange]], to [[assign]] a [[place]], to [[appoint]]": τινα, [[passive]], αἱ [[ἐξουσία]] [[ὑπό]] Θεοῦ τεταγμέναι εἰσιν (A. V. ordained), καιρούς, ἑαυτόν, [[εἰς]] διακονίαν τίνι, to [[consecrate]] (R. V. [[set]]) [[oneself]] to [[minister]] [[unto]] [[one]], [[ἐπί]] [[τήν]] διακονίαν, [[Plato]], de rep. 2, p. 371c.; [[εἰς]] [[τήν]] δουλείαν, [[Xenophon]], mem. 2,1, 11); ὅσοι [[ἦσαν]] τεταγμένοι [[εἰς]] ζωήν αἰώνιον, as [[many]] as were appointed (A. V. ordained) (by God) to [[obtain]] [[eternal]] [[life]], or to whom God [[bad]] decreed [[eternal]] [[life]], τινα [[ὑπό]] τινα, to [[put]] [[one]] [[under]] [[another]]'s [[control]] (A. V. [[set]] [[under]]), [[passive]], L WH in brackets, the Sinaiticus [[manuscript]]; [[ὑπό]] τινα, [[Polybius]] 3,16, 3; 5,65, 7; Diodorus 2,26, 8; 4,9, 5); τίνι τί, to [[assign]] ([[appoint]]) a [[thing]] to [[one]], [[passive]], [[Xenophon]], de rep. Lac. 11,6).<br /><b class="num">b.</b> to [[appoint]], [[ordain]], [[order]]: followed by the accusative [[with]] an infinitive, T Tr marginal [[reading]]); (followed by an infinitive, [[Xenophon]], Hier. 10,4; Cyril 4,5, 11). Middle (as [[often]] in Greek writings) [[properly]], to [[appoint]] on [[one]]'s [[own]] [[responsibility]] or [[authority]]: οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ [[Ἰησοῦς]] [[namely]], πορεύεσθαι, to [[appoint]] [[mutually]], i. e. [[agree]] [[upon]]: ἡμέραν ([[Polybius]] 18,19, 1, etc.), [[ἀνατάσσω]] ([[ἀνατάσσομαι]]), [[ἀντιτάσσω]], [[ἀποτάσσω]], [[διατάσσω]], ἐπιδιατάσσω ([[ἐπιδιατάσσομαι]]), [[ἐπιτάσσω]], [[προτάσσω]], [[προστάσσω]], [[συντάσσω]], [[ὑποτάσσω]]. Synonym: [[see]] [[κελεύω]], at the [[end]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:45, 20 October 2022
English (LSJ)
A.Ag.332, etc.; Att. τάττω Pl.Prt.262e, etc.: fut. A τάξω A. Th.285, etc.: aor. ἔταξα Id.Supp.986, etc.: pf. τέτᾰχα X.Oec.4.5, (συν-) Pl.Lg.625c: plpf. ἐτετάχει Plb.5.65.7:—Med., fut. τάξομαι (in pass. sense) LXX Ex.29.43: aor. ἐταξάμην Hdt.3.13, Th.2.83, etc.:— Pass., fut. ταχθήσομαι D.S.11.41, (ἐπι-) Th.1.140, etc.; later τᾰγήσομαι (ἐν-) Orib.8.1, (ὑπο-) 1 Ep.Cor.15.28; 3fut. τετάξομαι E.IT1046, Th.5.71, Ar.Av.637: aor. ἐτάχθην A.Eu.279, etc.; later ἐτάγην [ᾰ] SIG708.9 (Istropolis, ii B.C.), Plu.2.965e, Perict. ap. Stob.4.25.50, etc.: pf. τέταγμαι Pi.O.2.30, etc.; 3pl. τετάχαται Th.3.13, (ἀντι-) X. An.4.8.5: 3pl. plpf. ἐτετάχατο Th.5.6, 7.4:—draw up in order of battle, form, array, marshal, both of troops and ships, τὴν στρατιήν Hdt.1.191; τοὺς ὁπλίτας Th.4.9; νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισίν A.Pers. 366; πολεμίων στίχας E.Heracl.676; τ. εἰς μάχην στρατιάν X.Cyr.1.6.43: abs., Isoc.18.47:—Pass., to be drawn up, ἐς μάχην Hdt.1.80; οὐδένα κόσμον ταχθέντες Id.9.69; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, X. An.1.2.15; ἐπὶ μιᾶς, of ships, Id.HG1.6.29; ἐπὶ κέρως Eub.67.4; κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι in line, Th.2.84; ἐπὶ ὀκτώ, of troops, Id.6.67: abs., τεταγμένοι in rank and file, Id.2.81 (so metaph., τὸ ἐν τῷ τεταγμένῳ ὄν the rank and file, opp. Senators and Equites, D.C.49.12); στράτευμα τεταγμένον, opp. ἄτακτον, X.Mem.3.1.7:—Med., fall in, form in order of battle, freq. in Th., 1.48, 4.11, etc.; ὡς ἐς μάχην 2.20; ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν formed in a circle, ib.83, cf. 3.78; ἐτάξαντο οὐ πάντες ὁμοίως 5.68; εἴκοσι ναυσὶ ἐτάξαντο 3.77 (but in 2.90 trans., ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς = having drawn up their ships in four lines, cf. E.Heracl.664). 2 post, station, τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Hdt.1.80, cf. E.Ph.749; τινὰς ἐπί τινας one group against another, X.Cyr.2.1.9 (but τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας set him over them, to command them, Id.HG3.4.20); ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν for enrolment, Lys.31.9, cf. Lycurg.43:—Pass., to be posted or stationed, τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Hdt.1.84, cf.A.Pers.381; ἐς τὸ ὄρος Hdt.7.212; but ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι to serve among the infantry, ib.21,81; ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν -θέντες ib.203: c. gen., τῆς πρώτης τάξεως (or simply τῆς πρώτης) τεταγμένος Lys.14.11, 16.15: c. acc. cogn., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Pl.Phdr.247a, etc.; δεξιὸν τεταγμένους κέρας E.Supp. 657: freq. followed by Preps. (cf. infr. 11.1, etc.), ταχθῆναι or τετάχθαι ἐπί τινα or τινας against another, Th.3.78, etc.; ἐπί τινι or τισι A.Th. 448, Th.2.70, 3.13, etc.; also, to be posted at a place, ἐφ' ἑπτὰ πύλαις ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S.Ant.142 (anap.); ἐπ' εὐωνύμῳ κέρατι on the left wing, X.Oec.4.19; ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Plb.1.34.4; τ. κατά τινα over against . ., Hdt.8.85, X.An.2.3.19; τ. μετά τινα behind him... Id.HG7.2.4 (so ἐπί τινι Id.Lac.13.7); μετά τινος with him, by his side, Plb.2.67.2, etc., cf. Th.2.63; σύν τινι X.An.3.2.17, etc.; παρὰ τὸν ποταμόν Hdt.9.15; περὶ τὸ Ἥραιον ib.69; ἀμφὶ τὴν Κέον Id.8.76. II appoint to any service, military or civil, the latter being metaph. from the former, ἄρχοντας X.HG7.1.24; τινὰ ἐπί τινι Id.Cyr.8.6.17, D.17.20, etc.; ἐπὶ τὰς πράξεις Isoc.5.151, cf. Pl.Ly. 209b, etc.; ἀξιῶ σε τάξαι με ἐπί τινος PCair.Zen.447.3 (iii B.C.): also τ. ἑαυτὸν ἐπί τι undertake a task, Pl.R.371c, D.8.71, etc.; πρός τι X. Mem.2.4.6:—Pass., οἱ τεταγμένοι βραβῆς S.El.709, cf. 759; πρέσβεις ταχθέντες D.19.69; τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt. 1.191, 2.38, A.Pers.298, E.Ion1040, X.Cyr.4.6.1; ἐπί τι Ar.Av.637, X.Cyr.1.4.24, etc.; also ἐπί τινος Hdt.5.109 (ἐπ' οὗ, v.l. ὅκου), D.10.46; τὸν ἐπὶ τῆς σφαγῆς τεταγμένον Plu.Cleom.38, cf. Plb.3.12.5; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος secretary, Id.15.27.7; οἱ πρὸς ταῖς φυλακαῖς (tolls) τετ. PCair.Zen.31.15 (iii B.C.). 2 c. acc. et inf., appoint or order one to do or be, τάττετ' ἐμὲ ἡγεῖσθαι X.An.3.1.25, cf. Cyr.7.3.1, Hdt.3.25, S.OC639, E.Hec.223, etc.:—Pass., μοῖρα ἡ ταχθεῖσα . . φρουρέειν Hdt.4.133, cf. 8.13, A.Eu.279, 639, etc.; τασσόμενος πορεύεσθαι X.Cyr.4.5.11, etc.; τοῦτο τετάγμεθα (sc. ποιεῖν) E.Alc.49; also τεταγμένος κίοι A.Supp.504; ὁ ἐπ' Αἴγυπτον ταχθείς (sc. κῆρυξ) ordered to Egypt, Hdt.3.62, cf. 68, 6.48. 3 also τ. τινί c. inf., Id.2.124, X.Cyr.1.5.5, etc.: impers., ἴωμεν... ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) S.Ph.1181 (lyr.); οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Th.3.22; τοῖς δὲ ἕπεσθαι τέτακται X.Lac.11.6: also with inf. omitted, κόσμον φυλάσσουσ' ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις (sc. φυλάσσειν) E.Supp.245, cf. 460, Hel. 1390, etc. 4 assign to a duty or class of dutiful persons, ἐν πᾶσιν ἐμαυτὸν ἔταττον D.18.221; εἰς ὑπηρετικὴν αὑτοὺς τ. Pl.Plt.289e; πρός τινας τάξαι αὑτόν Din.3.18; σὺν ἐμοὶ τ. σεαυτήν D.H.8.47; τ. ἐμαυτὸν εἰς τάξιν τινά X.Mem.2.8; τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς ib.7; εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτόν ib.ΙΙ; τ. ἑαυτόν τινων εἶναι range oneself with... D. 19.302:—Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Th.3.86. III c. acc. rei, place in a certain order or place in relative position, χωρὶς ἑκάτερα τ. Hdt.7.36; τίνα μέσον τάξω λόγον; E.El.908; πρῶτον καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τ. X.Mem.3.1.9; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Id.Cyr.3.3.45; τοὺς πόδας [τοῦ ἐμβρύου] κατ' εὐθὺ τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας τάσσειν Sor.2.60; μὴ κατὰ ἄνεμον τῶν οἰκημάτων τάττειν τὴν ἅλω Gp.2.26.1; τάξας. . ἀπὸ μὲν δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν ib.14.6.6; [κηρίας] τὴν μεσότητα τάσσειν ὑπὸ τὸ γένειον PMed.Lond.155ii 29, cf. Sor.Fasc.25. al.; εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN1099b7; Λυδοὺς . . πρὸς ἅπαντας range over against, Pl.Plt.262e; τὴν σοφιστικὴν περὶ τὸ μὴ ὂν ἔταξεν Arist.Metaph.1026b15, cf. Top.125b21; c. inf., [Ὅμηρον] ἐν τοῖς . . σοφωτάτοις εἶναι τάττομεν Aeschin.1.142; οὐκ εὐλόγως τὸ τοιοῦτον σημεῖον ἐν τοῖς φρενιτικοῖς τάττει Gal.16.521, cf. 18(2).238; τ. τι ἐπί τινος apply a term to a certain sense, Ath.1.21a:—Pass., τετάχθαι κατά τινος D.H.2.48; ἔμπροσθεν τ. τινός Pl.Lg.631d, cf. X. Mem.3.1.7, etc. b with an inf. and Adj., lay down, rule to be so and so, ἅπερ ἂν . . αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Pl.Lg.728a; τά τε δίκαια ταχθέντ' εἶναι καὶ ἄδικα Id.Plt.305b. 2 ordain, prescribe, τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Arist.Pol.1262b6: abs., ὁ νόμος οὕτω τ. Pl.La.199a; οὕτω τ. ὁ λόγος Arist.EN1119b17:—Pass., τὸ ταττόμενον Ar.Ec.766; τὸ ταχθὲν τελεῖν S.Aj.528; τὰ τεταγμένα X.Cyr.1.2.5, etc.; τὰ τετ. ἄγειν the things appointed to them for conveying, ib.8.5.4; τῆς τροφῆς ἡ βελτίστη τέτακται τοῖς ἐλευθέροις Arist.GA744b18; ἐν τῷ τεταγμένῳ εἶναι to be fulfilling one's obligations, IG12.57.47, 22.116.48, X. Cyr.6.2.37. 3 of taxes or payments, assess, τὸν φόρον ταῖς πόλεσι And.4.11, cf. Aeschin.2.23, D.23.209; ταῖσδε ἔταξαν οἱ τάκται IG12.218.45; so τ. τῷ ναύτῃ δραχμήν X.HG1.5.4: with inf. added, χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν Th.1.19, etc. (Pass., φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Hdt.3.97); τάσσειν ἀργυρίου πολλοῦ = fix a high price, Th.4.26:—Pass., τὸ ταχθὲν τίμημα Pl.R.551b; εἰσφέρειν τὸ τεταγμένον Arist.Pol.1272a14:—Med., take a payment on oneself, i.e. agree to pay it, φόρον τάξασθαι Hdt.3.13, 4.35; χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Th.1.101; χρήματα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι agreeing to pay by instalments, ib.117, cf. 3.70; πόλεις αὐταὶ ταξάμεναι IG12.212.72, cf. 211 vi 6; also τάξασθαι ἐς τὴν δωρεήν Hdt.3.97 (but also, much like Act., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι ib.89). b Med., generally, agree upon, settle, ταξαμένους . . δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R.416e; τὰς τιμάς Id.Lg.743e, cf. 844b, 844c, al.; τέταγμαι ποιμέσιν, οἵ μοι δώσουσιν τιμήν PMich.Zen.56.19 (iii B.C.); votum expld. as εὐχή, ὃ τάττεταί τις θεῷ, Gloss.: c. inf. fut., PEnteux.54.5(iii B.C.), Plb.18.7.7, al. c Med., pay, τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ μέρος, τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἔτεσι γ PEleph.14.18 (iii B.C.), cf. PEnteux. 60.9, 89.7, PMich.Zen.79.9, PCair.Zen.649.16 (all iii B.C.), PAmh. 2.31.1, 52.1, Ostr.Bodl.i 46,96, al., PLond.3.1201.1, 1202.1 (all ii B.C.). 4 impose punishments, τ. δίκην Ar.V.1420, etc.; τ. ζημίας, τιμωρίας, Pl.Lg.876c, D.20.143; τῷ κλέψαντι θάνατον Lycurg.65:— also in Med., Hdt.2.65. b impose laws, οὓς [νόμους] ἔταξε αὐτοῖς ὁ νομοθέτης Pl.Lg.772c. 5 in pf. part. Pass., fixed, settled, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος (like τακτός) Hdt.2.41, etc.; ὥρα E.Ba. 723; ἡμέρα X.Cyr.1.2.4; ἔτη Pl.Lg.810b; ἡ τετ. χώρα X.Cyr.5.3.40; αἱ τεταγμέναι θυσίαι the regular offerings, Id.HG3.3.4; οἱ ἐπὶ τούτῳ τεταγμένοι [νόμοι] Pl.Cri.50d; ἡ τεταγμένη δίαιτα prescribed, Id.R.404a; τὰ τεταγμένα ὀνόματα received, Isoc.9.9; τεταγμένη τέχνη regular, Id.13.12; τεταγμένον, opp. ἄτακτον, Arist.Cael.280a8; νὺξ τὰ τεταγμέν' ἀπέχει Lyr.Alex. Adesp. 37.6; of geom. figures, regular, i.e. equilateral and equiangular, Papp.306.2, 8, al.—cf. τεταγμένως.
German (Pape)
[Seite 1072] att. -ττω, aor. pass. ἐτάχθην, seltener ἐτάγην, Eur. fr. inc. 95 u. Perictyone in Stob. fl. 79, 50, – 1)ordnen, stellen, in Ordnung stellen; bes. – a) Soldaten in Reih u. Glied, in Schlachtordnung stellen; ἀντηρέτας εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών, Aesch. Spt. 266; τάξαι νεῶν στίφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Pers. 358; πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676; οὐδένα κόσμον ταχθέντες, in keine Ordnung gestellt, Her. 9, 69; εἰς μάχην στρατιάν, Xen. Cyr. 1, 6, 43; νῆες ἐφ' ἡμῖν τετάχαται, Thuc. 3, 13, vgl. προσέπιπτον ταῖς ἐφ' ἑαυτοὺς τεταγμέναις, 3, 78; ἐτετάχατο, 5, 6. 7, 4; Λυδοὺς πρὸς ἅπαντα τάττων, Plat. Polit. 262 e; u. med. sich ordnen, stellen, οἱ Πελοποννήσιοι εἴκοσι ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, Thuc. 3, 77; ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς, 2, 90, u. öfter. – b) überh. auf einen bestimmten Platz, Posten stellen; καὶ ταξιάρχας καὶ στρατάρχας ἔταξα, Aesch. frg. 168; οἱ τεταγμένοι βραβῆς, Soph. El. 699, vgl. 749; τάττειν τινὰ ἐπί τι, Einen wozu anstellen, wozu beordern, ἡμεῖς ἐφ' ᾡ τετάγμεθ' ἐκπονήσομεν, Eur. Ion 1040, wie Plat. Rep. I, 345 d; σὲ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν, Lys. 209 b; auch ἐπί τινος, Her. 5, 109, ihn wozu bestimmen; vgl. Dem. τὴν τάξιν, ἐφ' ἧς ὑμῖν τετάχθαι προσῆκεν ἕτερος, 10, 47; τεταγμένος ἐπὶ τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 12, 5; ἐπὶ τῆς πόλεως, 1, 45, 1; ἐφ' ἡγεμονίας, 2, 67, 5; – τάττειν ἑαυτὸν ἐπί τι od. πρός τι, sich wozu stellen, an einen bestimmten Ort begeben, bes. freiwillig übernehmen Etwas auszuführen; ἀλλ' ὅσα μὲν δεῖ ῥώμῃ πράττειν, ἐπὶ ταῦτα τεταξόμεθ' ἡμεῖς, Ar. Av. 636; οὐδ' ἐφ' ἑνὶ τούτων πώποτ' ἐμαυτὸν ἔταξα, Dem. 8, 71; – τάττεσθαι ἐπί τινι, worüber gesetzt sein, es zu verwalten haben, ὁ τεταγμένος ἐπὶ τοῖς νόμοις, Plat. Legg. IV, 719 e; ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη αἴσθησις, Rep. VII, 524 a; τοὺς ἐπὶ τούτοις τεταγμένους ἄρχοντας, Legg. XII, 952 e. – c) übertr., in eine Klasse setzen, wozu zählen, rechnen, ἐπί τι; auch τὸν Ὅμηρον ἐν τοῖς σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, Aesch. 1, 142; τῆς πρώτης τεταγμένος, Lys. 16, 15; ὅσοι εἰς ὑπηρετικὴν ἑκόντες αὑτοὺς τάττουσι, Plat. Polit. 289 e, vgl. Apol. 28 d; τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν, Euthyd. 279 c; Folgde; vgl. ἑαυτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ, er stellte sich als Einer, der dem Philipp mißtraute, Dem. 19, 302. – 2) verordnen, verfügen, bestimmen, befehlen; mit accus. c. inf., Her. 3, 25; φωνεῖν ἐτάχθην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου, Aesch. Eum. 269; ὅςπερ τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην, 609; σέ νιν τάξω φυλάσσειν, Soph. G. C. 645; ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν, Phil. 6; O. C. 855; τὸ ταχθὲν τελεῖν, das Befohlene, Ai. 524; ἡμᾶς πομποὺς κόρης τάσσουσιν εἶναι, Eur. Hec. 223; auch μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 545; κόσμον ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις, Suppl. 245; μισθόν, Rhes. 165; – auch ἑκάστῳ ἔταξαν δέκα προσελἑσθαι, Xen. Cyr. 1, 5, 5; daher οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν, Thuc. 3, 22; ὁ νόμος οὕτω τάττει, Plat. Lach. 199 a; ὅσαπερ ἂν νομοθέτης αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ, Legg. V, 728 a; τάξαντες τὰς ἑορτάς, VII, 799 b; αὕτη ἡ ὁίκη αὐτοῖς ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἐτάχθη, Phaed. 114 b; μεγάλας τάττουσιν οἱ νόμοι τιμωρίας, Dem. 18, 12, u. öfter; τὰ τεταγμένα ποιεῖν, Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. öfter; bes. τινὶ φόρον, Jem. eine bestimmte Abgabe auflegen, Dem. 23, 209 u. Aesch. 2, 23; τάξας ἔτειον δασμὸν εἰς δόμους φέρειν, Eur. Rhes. 435; χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν, Thuc. 1, 19; Isocr. 4, 120; φόρον φέρειν ταχθῆναι, Her. 3, 97, mit einer Abgabe belegt werden; u. med., φόρον τάξασθαι, sich selbst eine Abgabe auflegen, sich zu einer Abgabe verstehen u. sie entrichten, 3, 13. 4, 165; τάξασθαι εἰς δωρεήν, sich zu einem Geschenke verpflichten, 3, 97; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι κατὰ ἔθνεα, er setzte fest, ordnete an, 3, 89; τάξασθαι ζημίαν, eine Strafe auflegen, um sie für sich einzutreiben, 2, 65; χρήματα ὅσα ἔδει ἀποδοῦναι αὐτίκα ταξάμενοι, Thuc. 1, 101, vgl. 117. – Med. auch = mit einem Andern für sich Etwas festsetzen, sich mit ihm abfinden, bes. sich über einen Zahlungstermin zur Abtragung einer Schuld verabreden, ταξάμενος ἀποδίδωμι, ich zahle in festgesetzten Terminen ab, Thuc. 3, 70, vgl. 1, 117; χρόνῳ τεταγμένῳ, in festgesetzter Zeit, Aesch. Eum. 906; Her. 2, 41, oft; ἐν τοῖς τεταγμένοις ἔτεσιν, Plat. Legg. VII, 810 b, wie τεταγμένους τοῦ βίου χρόνους, Tim. 89 b; ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων, Rep. VIII, 551 b; μισθὸν τῆς φυλακῆς, III, 416 d; Men. 91 b; vgl. τάσσειν ναύτῃ δραχμήν, Xen. Hell. 1, 5, 4.
French (Bailly abrégé)
f. τάξω, ao. ἔταξα, pf. τέταχα;
Pass. f. ταχθήσομαι, ao. ἐτάχθην, ao.2 ἐτάγην, pf. τέταγμαι, pqp. ἐτετάγμην, f.ant. τετάξομαι;
I. mettre à une place fixe ou appropriée, d'où :
1 ranger, assigner une place : χωρὶς τάσσειν HDT mettre séparément (des câbles au lieu de les unir) ; ἐναντίον XÉN placer en face, tourner vers;
2 fig. ranger dans une classe : τινα εἴς τινας XÉN, ἔν τισιν ESCHN mettre qqn dans une catégorie, le compter parmi, le ranger dans ; τάττειν τινὰ εἰς δουλείαν XÉN ranger qqn dans la catégorie des esclaves;
II. ranger en parl. d'armées, de troupes, etc. : τάττειν στρατιήν HDT, ὁπλίτας THC ranger une armée, des hoplites ; τάττειν εἰς μάχην XÉN poster pour le combat, mettre en ordre de bataille;
III. p. ext.
1 assigner un poste à : ἄλλην ἄλλῃ τάσσειν HDT assigner sa place (sa demeure) à l'une ici, à l'autre là, càd faire loger des femmes à part les unes des autres ; τὰς καμήλους τάξαι ἀντία τῆς ἵππου HDT placer les chamelles en face de la cavalerie ; τάττειν τινὰ ἐπί τινα placer qqn en face de qqn ; τάττειν τινὰ ἐπί τινι XÉN, ἐπί τινος PLUT placer qqn pour s'occuper de qch ; ὁ ἀγαθὸς φίλος ἑαυτὸν τάττει πρὸς πᾶν τὸ ἐλλεῖπον τῷ φίλῳ XÉN un ami bon intervient dans chaque besoin de son ami ; Pass. être placé, posté ; à l'ao. et au pf. Pass. être posté, se tenir : τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο φύλακος HDT où il n’y avait pas de sentinelle ; τάττομαι τάξιν τινά PLAT on m'assigne un poste ; ἐς τὸ οὖρος ταχθῆναι HDT être posté sur la montagne ; ἐς πεζὸν τετάχθαι HDT être dans l'infanterie ; οἱ ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες HDT ceux placés dans l'armée navale ; τετάχθαι κατά τινα HDT être posté en face de qqn ; τετάχθαι ἐπί τινα THC être posté contre qqn, être en face de lui comme ennemi ; αἱ δὲ (νῆες) ἐφ’ ἡμῖν τετάχαται THC (une partie de) la flotte est rangée, càd occupée auprès de nous ; ταχθῆναι σύν τινι XÉN tenir pour qqn ; οἱ σύν τινι τεταγμένοι XÉN ceux qui appartiennent au corps (d'armée) de qqn ; fig. être préposé : ὑπό τινος XÉN par qqn ; τεταγμένοι βραβῆς SOPH arbitres commis à qch ; τὰ τεταγμένα ποιεῖν XÉN faire ce qui est commandé ; ταχθῆναι ἐπί τι XÉN, πρός τι être chargé de ; τετάχθαι ἐπί τινι être commis à, être chargé de, être placé au-dessus de qch ; τάσσομαι avec un inf. : je suis chargé de ; τεταγμένος ποιῶ τι je fais qch sur l'ordre ou d'après les instructions de qqn ; τέτακταί μοι ποιεῖν τι THC on m'a chargé de ; τὸ ταχθέν SOPH la commission, le soin de qch;
2 être placé à son rang, être mis en ordre : τεταγμένα μὲν ποιεῖ, τεταγμένα δὲ λαμβάνει XÉN il fait et reçoit ce qui est réglé;
IV. ordonner, fixer, déterminer : πόλις γὰρ ἡμῖν ἅ με χρὴ τάσσειν ἐρεῖ ; SOPH le peuple doit-il me dire ce que j’ai à commander ? τάττειν φόρον τινί HDT imposer à qqn un tribut ; avec une prop. inf. : ordonner ou commander que ; Pass. être ordonné, fixé, statué : οἵδε δὲ φόρον οὐδένα ἐτάχθησαν φέρειν HDT aux suivants il ne fut pas imposé de payer un tribut ; φόρος ταχθείς THC tribut imposé ; τεταγμένος χρόνος HDT temps fixé ; τὸ τεταγμένον (s.e. χωρίον) XÉN la place assignée ; ἡ ταχθεῖσα ἕδρα, τάξις XÉN siège, poste assigné ; τεταγμένη θυσία XÉN sacrifice régulier ; τὰ τεταγμένα ὀνόματα ISOCR les expressions usitées;
Moy. τάσσομαι (ao. inf. τάξασθαι) :
I. intr. se placer à son poste;
II. tr. 1 placer à un endroit déterminé pour soi ou qch à soi;
2 fixer pour soi ; consentir à : φόρον HDT à un tribut ; δῶρα HDT à des dons volontaires ; avec un inf. : χρήματα τάξασθαι φέρειν THC consentir à une contribution ; ἀργύριόν τινι τάττομαι φέρειν THC je m'engage à payer une redevance à qqn;
3 fixer de soi-même, d'après son propre avis : ζημίην HDT une amende ; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι HDT il décida de sa pleine puissance qu'un tribut devait lui être payé ; ταξάμενος ἀποδίδωμι THC je paie par termes ce à quoi j’ai été condamné.
Étymologie: R. Ταγ, ranger.
Russian (Dvoretsky)
τάσσω: атт. τάττω (fut. τάξω, aor. ἔταξα, pf. τέταχα; pass.: fut. ταχθήσομαι, aor. ἐτάχθην, aor. 2 ἐτάγην, pf. τέταγμαι, ppf. ἐτετάγμην, fut. 3 τετάξομαι)
1) ставить, класть, расставлять, располагать или помещать (τι μέσον Eur.; ἡ πόλις ὑπ᾽ αὐτὴν τὴν κορυφὴν τέτακται Polyb.): εἰς τὸ πρόσθεν τ. τι Plat. ставить что-л. впереди; ἔμπροσθεν τετάχθαι τινός Plat. быть помещенным (находиться) впереди чего-л.; τ. ἑαυτοὺς ἐπί τινας Xen. располагаться против кого-л.;
2) зачислять, включать, относить (τινὰ εἴς τινας Xen. и ἔν τισιν Aeschin.): τ. ἑαυτὸν εἰς τὴν τάξιν τινῶν Xen. или τινῶν εἶναι Dem. относить себя к кругу определенных людей; πρὸς τὴν τῶν Λακεδαιμονίων ξυμμαχίαν ταχθῆναι Thuc. вступить в союз с лакедемонянами; τῆς πρώτης (τάξεως) τεταγμένος Lys. зачисленный в первую линию;
3) воен. строить, выстраивать (τὴν στρατιήν Her.; τοὺς ὁπλίτας Thuc.; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι Xen.): τάξαι νεῶν στῖφος ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. выстроить флот в три линии; τεταγμένοι Thuc. в строю, строем;
4) ставить, назначать (ἄρχοντας Xen.): τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας Xen. ставить кого-л. во главе конницы; ἐς (τὸ) πεζὸν ταχθῆναι или τετάχθαι Her. быть назначенным в пехоту; τ. τινὰ ἡγεῖσθαι Xen. назначать кого-л. проводником; πεζῇ τάσσεσθαι Her. служить в пехоте; τάσσεσθαι ὑπό τινα и ὑπό τινι Polyb. быть подчиненным кому-л.; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. секретарь;
5) предписывать, приказывать; поручать, возлагать (ὁ νόμος οὕτω τάττει Plat.): ταχθεὶς τόδ᾽ ἔρδειν Soph. получивший приказ сделать это; τὸ ταττόμενον Arph., τὸ τεταγμένον Xen. и τὸ ταχθέν Soph. приказание, предписание, поручение; οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Thuc. на которых было возложено оказание помощи: χρήματα τὰ ἀναλωθέντα τάξασθαι ἀποδοῦναι Thuc. принять на себя уплату (военных) издержек;
6) полагать, устанавливать, определять (ζημίαν Arph.; μισθόν τινι Arst.): τεταγμένα μὲν ποιεῖν, τεταγμένα δὲ λαμβάνειν Xen. и делать и получать то, что положено; τ. νόμον Plat. устанавливать (вводить) закон; αὕτη ἡ δίκη αὐτοῖς ἐτάχθη Plat. такой вот приговор им определен (вынесен); τ. и τάσσεσθαι φόρον τινί Her., Thuc. облагать податью кого-л.; ὥσπερ ἐτάχθη τὸ πρῶτον Thuc. как решено было с самого начала; χρόνῳ τεταγμένῳ Aesch. в установленное время; ἐν τῷ τεταγμένῳ (sc. χωρίῳ) Xen. в установленном месте; τὰ τεταγμένα ὀνόματα Isocr. общеупотребительные слова; τάξασθαι ποιεῖν (ποιήσειν) τι Polyb. условиться сделать что-л.; τάττεσθαι πρός τινα περί τινος Polyb. договариваться с кем-л. о чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
τάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. τάξω· ἀόρ. ἔταξα· - ἅπαντα Ἀττ.: πρκμ. τέτᾰχα Ξεν. Οἰκ. 4, 5, (συν-) Πλάτ. Νόμ. 625C. - Μέσ., μέλλ. τάξομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.), Ἑβδ. ἀόρ. ἐταξάμην Ἡρόδ., Ἀττικ. - Παθ., μέλλ. ταχθήσομαι Διόδ. 11. 41, (ἐπι-) Θουκ. 4. 140, κλπ.· μεταγεν. ταγήσομαι Ὀρειβάσ.· γ΄ μέλλ. τετάξομαι Εὐρ. Ι. Τ. 1046, Θουκ. 5. 71, Ἀριστοφ. Ὄρν. 636· ἀόρ. ἐτάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἐτάγην [ᾰ] Εὐρ. Ἀποσπ. 957 Wagn., Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 457. 53, Πλούτ. 2. 965Ε· πρκμ. τέταγμαι Πίνδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. τετάχαται Θουκ. 3, 13, Ξεν.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. τετάχατο Θουκ. 5. 6., 7. 5. (Ἐκ τῆς √ΤΑΓ, πρβλ. τᾰγῆναι, ταγή, ταγός, τάγμα). Βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, παρατάσσω εἰς τάξιν μάχης, ἐπί τε στρατευμάτων καὶ ἐπὶ πλοίων, τὴν στρατιὴν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 9· νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισὶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 366· πολεμίων στίχας Εὐρ. Ἡρακλ. 676· τ. εἰς μάχην στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ἀπολ., Ἰσοκρ. 380Β. - Παθ., παρατάσσομαι, εἰς μάχην Ἡρόδ. 1. 80 οὐδένα κόσμον ταχθέντες ὁ αὐτ. 9. 69· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, εἰς τέσσαρας σειράς, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 15· ἐπὶ μιᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 6, 29· ἐπὶ κέρως τεταγμένας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 4· κατὰ μίαν τεταγμένοι, εἰς μίαν γραμμήν, Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 67· ἀπολ., τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, ἀντίθετ. τῷ ἄτακτοι, ὁ αὐτ. 2. 81, Ξεν., κλπ.· - οὕτω παρὰ Θουκ. τὸ μέσον, συντάσσομαι, παρατάσσομαι, εἰς μάχην, 1. 48, 4. 11, κτλ.· ἐς μάχην 2. 20· τάξασθαι κύκλον, εἰς σχῆμα κύκλου, 2. 83., 3. 78, τάξασθαι οὐχ ὁμοίως 5. 68· εἴκοσι ναυσὶν ἐτάξαντο 3. 77· - ἀλλ’ ἐν 2. 90 εἶναι ἐν χρήσει μεταβ., ἐπὶ τεσσάρω ταξάμενοι τὰς ναῦς, παρατάξαντες τὰς ναῦς εἰς τέσσαρας γραμμάς, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 664. 2) τοποθετῶ, βάλλω, τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Ἡρόδ. 1. 80· τινὰ ἐπί τινος, ἐπί τινι ἢ ἐπί τινα, τὸν ἕνα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὁ αὐτ. 5. 109, Αἰσχύλ. Θήβ. 448, 284, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 749, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9, κλπ.· (ἀλλά, τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας, ὁρίζω τινὰ ὅπως διοικῇ καὶ διευθύνῃ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 20) τινὰ πρός τινα αὐτόθι 1. 7, 34, Πλάτ. Πολιτ. 262Ε· - τοποθετῶ τινα εἰς θέσιν τινὰ ἐν τῷ στρατῷ, οὐδ’ ἦλθεν εἰς τὸν Πειραιᾶ. οὐδ’ ἔστιν ὅπου ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχε Λυσί. 187. 35, Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. 43. - Παθ., τοποθετοῦμαι, τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 381· ἐς τὸ οὖρος Ἡρόδ. 7. 212· ἀλλά, ἐς τὸ πεζὸν ἢ ἐς π. τετάχθαι ἢ ταχθῆναι, ὑπηρετῶ ὡς πεζὸς στρατιώτης, ἐν τῷ πεζικῷ, αὐτόθι 21. 81· πεζῇ 5. 109· ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν 7. 208· ὡσαύτως μετὰ γεν., τῆς πρώτης τάξεως (ἢ ἁπλῶς τῆς πρώτης) τετάχθαι Λυσί. 140. 31., 147. 12· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, κτλ.· - συχν. μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ταχθῆναι ἢ τετάχθαι ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, Θουκ. 3. 78, Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως, ἐπί τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 448, Θουκ. 3. 13, πρβλ. 2. 70, κλπ.· ἀλλὰ καί, τοποθετοῦμαι εἴς τινα θέσιν, ἐφ’ ἑπτὰ πύλαις Σοφ. Ἀντ. 142· ἐπ’ εὐωνύμῳ κέρατι, ἐν τῷ ἀριστερῷ κέρατι, Ξεν. Οἰκ. 4, 19 (οὕτως, ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Πολύβ. 1. 34, 4· δεξιὸν τ. κέρας Εὐρ. Ἱκ. 657)· - τ. κατά τινα, ἀπέναντί τινος..., Ἡρόδ. 8. 85, Ξεν.· - τ. μετά τινα, ὄπισθέν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 4· (οὕτως, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 7) - μετά τινος, πλησίον αὐτοῦ, μὲ τὸ μέρος αὐτοῦ, Πολύβ. 2. 67, 2, κλπ., πρβλ. Θουκ. 2. 63· - οὕτω, σύν τινι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 17, κλπ.· - παρὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 9. 15· περὶ τὸ Ἡραῖον αὐτόθι 69, πρβλ. 8. 76· - ὡσαύτως, τ. ἑαυτόν, λαμβάνειν θέσιν, ἐν πᾶσι, πανταχοῦ, Δημ. 302. 6· τ. ἑαυτὸν εἴς τι Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· πρός τινα, οὐν τινι, ἐνεργῶ μετά τινος, Δείναρχ. 110. 33, Διον. Ἁλ. 8. 47. ΙΙ. διορίζω εἴς τινα ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν ἢ πολιτικήν, τὸ δὲ τελευταῖον τοῦτο ἐλήφθη μεταφορικῶς, ἐκ τοῦ προτέρου, τ. τινὰ ἐπί τινος, διορίζω τινὰ εἴς τι πρᾶγμα, εἴς τινα ὑπηρεσίαν, εἴς τι ἔργον, Δημ. 143, 23, Πολύβ. 5. 65, 7, Πλούτ., κλπ.· ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Εὐρ. Ἴων. 1140, Ξεν., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 6. 6, Ἰσοκρ. 112Ε. Πλάτ., κλπ.· - συχνάκις ὡσαύτως, τ. ἑαυτὸν ἐπί τι, ἀναλαμβάνειν ἔργον τι, Πλάτ. Πολ. 371C, Δημ., κλπ.· πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6. - Παθ., τέταγμαι ἐπί τινι, εἶμαι διωρισμένος εἴς τι ἔργον, Ἡρόδ. 1. 191., 2. 38, Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Ξενοφ., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 637, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24, κλπ.· ὡσαύτως, ἐπί τινος Πολύβ. 3. 12, 5· ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος, γραμματεύς, ὁ αὐτ. 15. 27, 7, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., διορίζω τινὰ νὰ πράξῃ τι, τάττετέ με ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25· καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, διορίζομαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 279, 639, κλπ.· τασσόμενος πορεύεσθαι... Ξεν. Κύρ. 4. 5, 11, κλπ.· - ὡσαύτως (ἄνευ ἀπαρεμφ.), τ. τινὰ ἄρχοντα (εἶναι), διορίζω τινὰ διοικητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 1. 24· οἱ τεταγμένοι βραβεῖς (ὀρθότερ. βραβῆς) Σοφ. Ἠλ. 709, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb., πρβλ. 759· πρέσβεις ταχθέντες Δημ. 363. 3· οὕτω, τοῦτο τετάγμεθα (ἐξυπακουομ. ποιεῖν) Εὐρ. Ἄλκ. 49. 3) μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ. ὡσαύτως, παραγέλλω, διατάσσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 3. 25, Σοφ. Ο. Κ. 639, Εὐρ. Ἑκ. 223, Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως, τ. τινὶ ποιεῖν τι Ἡρόδ. 2. 124, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 5, κλπ. - Παθητ., ἐτάχθην ἢ τέταγμαι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 3. 133., 8. 13, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 279, κλπ.· ὡσαύτως, τεταγμένος ποιῶ τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 504· ὡσαύτως ἀπροσ., ἴωμεν..., ἵν’ ἡμῖν τέτακται (ἐξυπακ. ἰέναι) Σοφ. Φιλ. 1180· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν Θουκ. 3. 22· τοῖς δὲ τέτακται ἕπεσθαι Ξεν. Λακ. 11, 6· - ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., κόσμον... ὅντιν’ ἂν τάξῃ πόλις (ἐξυπακ. φυλάσσειν) Εὐρ. Ἱκέτ. 245, πρβλ. 460, Ἐλ. 1390, κλπ.· τάσσομαι ἐπ’ Αἴγυπτον, διατάσσομαι, παραγγέλλομαι νὰ ὑπάγω εἰς Αἴγυπτον, Ἡρόδ. 3. 62, πρβλ. 68., 6. 48. 4) κατατάσσω, οὐδαμῶς γε τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν τῶν ἄρχειν βουλομένων τάξιν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8· εἰς τοὺς ἀρχικοὺς αὐτόθι 7· οὐδὲ εἰς τὴν δουλείαν αὖ ἐμαυτὸν τάττω αὐτόθι 11, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε, κλπ.· τ. τινὰ ἐν τοῖς πρεσβυτάτοις Αἰσχίν. 20. 4· ὃς γὰρ αὐτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ Δημ. 438. 5· εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 17. Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι Θουκ. 3. 86. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, θέτω τι κατά τινα τάξιν, χωρὶς τ. Ἡρόδ. 7. 36· μέσον τ. τι Εὐρ. Ἑλ. 908· πρῶτον τ. τι Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9· ἐναντίον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 45· τ. τι ἐπί τινος, κατατάσσω τι εἴς τι, ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι Ἀθήν. 21Α· οὕτως ἐν τῷ παθ., τετάχθαι κατά τινος Διον. Ἁλ. 2. 48 ἔμπροσθεν τ. τινος Πλάτ. Νόμ. 631D, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1. 7, κλπ. β) μετ’ ἀπαρ. καὶ ἐπιθ., ὁρίζω, λέγω ὅτι εἶναί τι..., ἅπερ ἂν ... αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Πλάτ. Νόμ. 728Α· τά τε δίκαια ταχθέντα εἶναι καὶ ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 305Β. 2) διορίζω, προσδιορίζω, διατάττω, τι Σοφ. Ἠλ. 709, Πλάτ., κλπ.· τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 5 ἀπολ., ὁ νόμος οὕτω τ. Πλάτ. Λάχ. 199Α· οὕτω τ. ὁ λόγος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 12, 9· - Παθ., τὸ ταττόμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 766· τὸ ταχθὲν Σοφ. Αἴ. 5?8, κλπ.· τὰ τεταγμένα Ξεν., κλπ.· τοῖς ἐλευθέροις ἡ βελτίστη τροφὴ τέκταται Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 3) ἐπὶ φόρων, ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, ὁρίζω ποσόν τι ῥητόν, τ. τινὶ φόρον Ἀνδοκ. 30. 21, Αἰσχίν. 31. 20, πρβλ. Δημ. 690. 1· οὕτω, τ. δραχμήν τινι Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν Θουκ. 1. 19, κλπ.· (καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Ἡρόδ. 3. 97)· τάσσειν ἀργυρίου, ὁρίζω τὴν τιμὴν εἰς ἥν..., Θουκ. 4. 26· - Παθ., τὸ ταχθὲν τίμημα Πλάτ. Πολ. 551Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 8· τὸ τεταγμένον εἰσφέρειν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 7· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀναλαμβάνω νὰ πληρώσω, συναινῶ, φόρον τάξασθαι Ἡρόδ. 3. 13, 4, 35, 65· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Θουκ. 1. 101· ταξάμενοι κατὰ χρόνους, συμφωνήσαντες νὰ πληρώσωσιν ἐκ διαλειμμάτων, αὐτόθι 117, πρβλ. 3, 70· ὡσαύτως, τάξασθαι ἐς τὴν δωρεὴν Ἡρόδ. 3. 97· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ., ὡσαύτως, ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι αὐτόθι 89. β) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως καθόλου, συμφωνῶ, μένω σύμφωνος, ὁρίζω, μισθὸν τῆς φυλακῆς Πλάτ. Πολ. 416D τὰς τιμὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 743Ε, πρβλ. 844Β, C, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 17. 7, 7, κ. ἀλλ. 4) ἐπιβάλλω ποινάς, τ. δίκην Ἀριστοφ. Σφ. 1420, κτλ.· τ. ζημίαν, τιμωρίαν Πλάτ. Νόμ. 876C, Δημ. 500, 25· τ. θάνατον τὴν ζημίαν Λυκοῦργ. 156. 10· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 2. 65. β) ἐπιβάλλω νόμους, οὓς [νόμους] ἔταξεν αὐτοῖς Πλάτ. Νόμ. 772C. 5) ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., ὡρισμένος, διωρισμένος, διαγεγραμμένος, διατεταγμένος, ὁ τεταγμένος χρόνος (ὡς τὸ τακτὸς) Ἡρόδ. 2. 41, κτλ.· ὥρα, ἡμέρα, ἔτος Εὐρ. Βάκχ. 723, Ξεν., κτλ.· ἡ τετ. χώρα ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 40, κλπ.· αἱ τετ. θυσίαι, αἰ ὡρισμέναι, συνήθεις, τακτικαὶ θυσίαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 3, 4· οἱ τετ. νόμοι Πλάτ. Κρίτων 50D· ἡ τετ. δίαιτα, ἡ προδιαγεγραμμένη, ὡρισμένη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404Α· τὰ τετ. ὀνόματα, τὰ δεδεγμένα, παραδεδεγμένα, Ἰσοκρ. 190D· ἡ τεταγ. τέχνη, κανονική, ὁ αὐτ. 293C· τεταγμένον, ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄτακτον, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 8· - πρβλ. τεταγμένως. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
English (Slater)
τάσσω ordain λέγοντι δ' βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.30) ]τεταγμένον τουτά[… . . ]εκατ[ ] Ἥρας ἐφετμαῖς fr. 169. 43. [τετάχθαι (G-H: τετάσθαι Lobel) Παρθ. 1. 13.]
Spanish
estar situado, estar establecido, estar sometido, estar subordinado
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb (which latter appears only in certain tenses); to arrange in an orderly manner, i.e. assign or dispose (to a certain position or lot): addict, appoint, determine, ordain, set.
English (Thayer)
1st aorist ἔταξα; perfect infinitive τεταχέναι (T Tr marginal reading); passive, present participle τασσόμενος; perfect 3rd person singular τέτακταί, participle τεταγμένος; 1st aorist middle ἐταξαμην; from (Pindar, Aeschylus), Herodotus down; the Sept. for שׂוּם, and occasionally for נָתַן, צִוָּה, שׁוּת, etc.; to put in place; to station;
a. "to place in a certain order (Xenophon, mem. 3,1, 7 (9)), to arrange, to assign a place, to appoint": τινα, passive, αἱ ἐξουσία ὑπό Θεοῦ τεταγμέναι εἰσιν (A. V. ordained), καιρούς, ἑαυτόν, εἰς διακονίαν τίνι, to consecrate (R. V. set) oneself to minister unto one, ἐπί τήν διακονίαν, Plato, de rep. 2, p. 371c.; εἰς τήν δουλείαν, Xenophon, mem. 2,1, 11); ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον, as many as were appointed (A. V. ordained) (by God) to obtain eternal life, or to whom God bad decreed eternal life, τινα ὑπό τινα, to put one under another's control (A. V. set under), passive, L WH in brackets, the Sinaiticus manuscript; ὑπό τινα, Polybius 3,16, 3; 5,65, 7; Diodorus 2,26, 8; 4,9, 5); τίνι τί, to assign (appoint) a thing to one, passive, Xenophon, de rep. Lac. 11,6).
b. to appoint, ordain, order: followed by the accusative with an infinitive, T Tr marginal reading); (followed by an infinitive, Xenophon, Hier. 10,4; Cyril 4,5, 11). Middle (as often in Greek writings) properly, to appoint on one's own responsibility or authority: οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς namely, πορεύεσθαι, to appoint mutually, i. e. agree upon: ἡμέραν (Polybius 18,19, 1, etc.), ἀνατάσσω (ἀνατάσσομαι), ἀντιτάσσω, ἀποτάσσω, διατάσσω, ἐπιδιατάσσω (ἐπιδιατάσσομαι), ἐπιτάσσω, προτάσσω, προστάσσω, συντάσσω, ὑποτάσσω. Synonym: see κελεύω, at the end.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α
1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, -η, -ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, -η, -ο
α) τοπ. ο παρατεταγμένος
β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος
νεοελλ.
1. ορίζω, καθορίζω («ο νόμος τάσσει προθεσμία δύο μηνών»)
2. (το μέσ.) τάσσομαι
πηγαίνω με το μέρος κάποιου, συμπαρατάσσομαι («τάχθηκε με την αντιπολίτευση»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) αυτός που υπεύθυνα έχει αναλάβει κάτι, ο επιφορτισμένος με κάτι («οι τεταγμένοι στη φρουρά τών συνόρων της χώρας μας»)
4. (το θηλ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η τεταγμένη
μαθημ. η μία από τις δύο συντεταγμένες με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση ενός σημείου σε ένα επίπεδο
5. φρ. α) «τάσσομαι υπέρ κάποιου» και «τάσσομαι στο πλευρό κάποιου»
i) υποστηρίζω κάποιον
ii) συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου, υποστηρίζω την άποψή του, συμφωνώ
β) «τάσσομαι υπό τη σημαία κάποιου»
i) στρατεύομαι υπό τη σημαία κάποιου
ii) προσχωρώ στις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις κάποιου
μσν.
ορκίζομαι
αρχ.
1. (σχετικά με στρατεύματα και πλοία) παρατάσσω, θέτω σε διάταξη μάχης (α. «τάξας τὴν στρατιὴν ἅπασαν ἐξ ἐμβολῆς τοῦ ποταμοῦ», Ηρόδ.
β. «κατὰ μίαν ναῡν τεταγμένοι» — παρατεταγμένοι σε μία γραμμή, Θουκ.)
2. (με αιτ. και εμπρόθ. προσδ.) κατατάσσω κάτι σε μια κατηγορία («ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι», Αθήν.)
3. διατάζω, προστάζω («οὕτω τάττει ὁ λόγος», Αριστοτ.)
4. (με απαρμφ. και επίθετο) δίνω σε κάτι συγκεκριμένη σημασία, το ορίζω («ἅπερ ἂν... αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ», Πλάτ.)
5. (σχετικά με φόρους και με πληρωμή χρηματικών ποσών) επιβάλλω
6. (σχετικά με ποινή) ορίζω
7. επιβάλλω νόμους («οὓς ἔταξεν αὐτοῖς ὁ νομοθέτης [νόμους]», Πλάτ.)
8. μτφ. α) διορίζω κάποιον σε μια στρατιωτική ή πολιτική θέση
β) (συν. με αιτ. αυτοπαθούς αντων.) συγκαταλέγω («οὐδαμῶς γε τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν τῶν ἄρχειν βουλομένων τάξιν», Ξεν.)
9. (μέσ. και παθ.) α) αναλαμβάνω να πληρώσω ένα χρηματικό ποσό
β) συμφωνώ με κάποιον άλλο σχετικά με την πληρωμή ενός χρέους μέσα σε καθορισμένη προθεσμία
γ) εξοφλώ, πληρώνω («τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ' μέρος, τὸ δὲ λοιπόν ἐν ἔτεσι γ'«, πάπ.)
δ) (γενικά) συμφωνώ («ταξαμένους... δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς,», Πλάτ.)
10. φρ. α) «ἐς [τὸ] πεζόν» ή «ἐς τὸ ναυτικὸν τετάχθαι» — υπηρετώ στο πεζικό ή στο ναυτικό
β) «τάσσω ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας ένα έργο
γ) «ὁ πρὸς γράμμασι τεταγμένος» — ο γραμματέας (Πολ.)
δ) «αἱ τεταγμέναι θυσίαι» — οι θυσίες που συνήθως τελούνται, οι καθιερωμένες θυσίες (Ξεν.)
ε) «τάσσω τινὰς ἐπὶ τινας» — τοποθετώ μια ομάδα στρατιωτών απέναντι σε μια άλλη (Ξεν.)
στ) «τάσσω τινά ἐπὶ τινας» — τοποθετώ κάποιον στη θέση του αρχηγού (Ξεν., Θουκ.)
ζ) «τάσσω τινά ἐπὶ τινος [ή τινι]» — διορίζω κάποιον σε μια υπηρεσία
η) «τάσσομαι μετά τινος» — συμπαρατάσσομαι με κάποιον (Πολ.)
θ) «τάσσομαι κατά [ή ἐπί] τινα» — παρατάσσομαι εναντίον κάποιου
ι) «τάσσομαι μετά τινα» — παρατάσσομαι πίσω από κάποιον (Ξεν.)
ια) «τάσσομαι σύν τινι» — ενεργώ μαζί, από κοινού με κάποιον (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. τάσσω έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -σσω (πρβλ. πράσσω), ενώ το θ. του ρ. ταγ- (πρβλ. ταγή, τάγμα, ταγός) θα προϋπέθετε ενεστ. τ. τάζω. Το ρ. τάσσω είναι συνώνυμο με το τίθημι, αλλά η σημασία του είναι πιο περιορισμένη. Το ρ. τάσσω έχει την έννοια του τοποθετώ εκεί που πρέπει, σύμφωνα με καθορισμένη οργάνωση και ορισμένο σύστημα, από όπου η ευρεία χρήση του ρήματος και τών παραγώγων του στη διοικητική και στρατιωτική ορολογία.
ΠΑΡ. ταγή, τάγμα, τακτικός, τακτός, τάξη
αρχ.
τάκτης
νεοελλ.
τάξιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανατάσσω, αντιτάσσω, αποτάσσω, διατάσσω, εντάσσω, επιτάσσω, καθυποτάσσω, κατατάσσω, μετατάσσω, παρατάσσω, προστάσσω, προτάσσω, συντάσσω, υποτάσσω
αρχ.
εκτάσσω, προσεπιτάσσω
νεοελλ.
ανακατατάσσω, ανασυντάσσω, αντιπαρατάσσω, επανεντάσσω, συγκατατάσσω, συμπαρατάσσω].
Greek Monotonic
τάσσω: (√ΤΑΓ), Αττ. τάττω, μέλ. τάξω, αόρ. ἔταξα, παρακ. τέτᾰχα — Παθ., μέλ. ταχθήσομαι και τετάξομαι· αόρ. ἐτάχθην, σπάνιος αόρ. βʹ ἐτάγην [ᾰ]· παρακ. τέταγμαι, γʹ πληθ. τετάχαται· γʹ πληθ. υπερσ. τετάχατο·
I. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., παρατάσσομαι, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, σε τέσσερις σειρές, σε Ξεν.· κατὰ μίαν τεταγμένοι, σε μια γραμμή, σε Θουκ.· απόλ. τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, αντίθ. προς το ἄτακτοι, στον ίδ. κ.λπ. — Μέσ., συντάσσομαι, παρατάσσομαι σε μάχη, στον ίδ.·
2. τοποθετώ, βάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐς τὸ πεζὸν ή ἐς πεζὸν τετάχθαι ή ταχθῆναι, υπηρετώ στο πεζικό, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., τάξιντινὰ ταχθῆναι, σε Πλάτ.
II. 1. διορίζω σε οποιαδήποτε υπηρεσία, στρατιωτική ή πολιτική, τάσσω τινὰ ἐπὶ τινος, διορίζω κάποιον σε κάτι, σε κάποια υπηρεσία ή σε κάποια έργο, σε Δημ. κ.λπ.· ἐπί τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρός τι, σε Ξεν. — Παθ., τετάχθαι ἐπί τινι, είμαι διορισμένος σε κάποια υπηρεσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. και απαρ., διορίζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ξεν.· και Παθ., διορίζομαι να κάνω κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης (χωρίς απαρ.), οἱ τεταγμένοι βραβῆς, σε Σοφ.· πρέσβεις ταχθέντες, σε Δημ.
3. με αιτ. και απαρ. επίσης, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, τάσσω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., ἐτάχθην ή τέταγμαι ποιεῖν τι, στον ίδ.· επίσης απρόσ., ἰώμεν, ἵν' ἡμῖν τέτακται (ενν. ἰέναι), σε Σοφ.· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν, σε Θουκ.
4. κατατάσσω, τάσσω εἰς τάξιν τινά, σε Ξεν.· τάσσω ἑαυτόν τινων, ενεργώ ως ένας από το σύνολο, σε Δημ. — Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι, προσχωρώ στη συμμαχία, σε Θουκ.
III. 1. με αιτ. πράγμ., τοποθετώ κάτι σε συγκεκριμένη τάξη, χωρίς τι, σε Ηρόδ.· πρῶτον τάσσω τι, σε Ξεν.
2. διορίζω, προσδιορίζω, διατάσσω, σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., τὸ ταχθέν, σε Σοφ.· τὰ τεταγμένα, σε Ξεν.
3. λέγεται για φόρους ή πληρωμές χρημάτων, ορίζω κάποιο συγκεκριμένο ποσό πληρωμής, τάσσω τινὶ φόρον, σε Αισχίν. κ.λπ.· με απαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν, σε Θουκ.· τάσσειν ἀργυρίου, ορίζω την τιμή, στον ίδ. — Παθ., τὸ ταχθὲν τίμημα, σε Πλάτ. — Μέσ., αναλαμβάνω την πληρωμή, δηλ. συμφωνώ να πληρώσω, φόρον τάξασθαι, σε Ηρόδ.· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι, σε Θουκ.
4. Μέσ. επίσης γενικά, μένω σύμφωνος, ορίζω, σε Πλάτ.
5. επιβάλλω ποινές, τάσσω δίκην, σε Αριστοφ.· τάσσω τιμωρίαν, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
6. στη μτχ. Παθ. παρακ., ορισμένος, διατεταγμένος, ὁτεταγμένος χρόνος, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη ἡμέρα, ἔτος, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη χώρα, στον ίδ.
Middle Liddell
[Root !ταγ]
I. to arrange, put in order, Hdt., etc.: esp. to draw up in order of battle, to form, array, marshal, both of troops and ships, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be drawn up, Hdt.; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, Xen.; κατὰ μίαν τεταγμένοι in single column, Thuc.: absol., τεταγμένοι in rank and file, opp. to ἄτακτοι, Thuc., etc.:—Mid. to fall in, form in order of battle, Thuc.
2. to post, station, Hdt., Aesch., etc.:—Pass., Hdt., etc.; ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι or ταχθῆναι to serve among the infantry, Hdt.; c. acc. cogn., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Plat.
II. to appoint to any service, military or civil, τ. τινὰ ἐπί τινος one over a thing, to a service or task, Dem., etc.; ἐπί τινι Aesch., etc.; ἐπί τι Ar., etc.; πρός τι Xen.:—Pass., τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt., etc.; ἐπί τι Ar.
2. c. acc. et inf. to appoint one to do a thing, Xen.; and in Pass. to be appointed to do Aesch., etc.:—also (sine inf.), οἱ τεταγμένοι βραβεῖς Soph.; πρέσβεις ταχθέντες Dem.
3. c. acc. et inf. also, to order one to do a thing, Hdt., Soph., etc.; also, τ. τινὶ ποιεῖν τι Hdt., etc.:—Pass., ἐτάχθην or τέταγμαι ποιεῖν τι Hdt.:—also impers., ἴωμεν, ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) Soph.; οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν Thuc.
4. to assign to a class, τ. εἰς τάξιν τινά Xen.; τ. ἑαυτόν τινων to act as one of a set, Dem.:—Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Thuc.
III. c. acc. rei, to place in a certain order, χωρὶς τ. τι Hdt.; πρῶτον τ. τι Xen.
2. to appoint, ordain, order, prescribe, Soph., Plat.:—Pass., τὸ ταχθέν Soph.; τὰ τεταγμένα Xen.
3. of taxes or payments, to appoint or fix a certain payment, τ. τινὶ φόρον Aeschin., etc.; with an inf. added, χρήματα τάξαντες φέρειν Thuc.; τάσσειν ἀργυρίου to fix the price, Thuc.:—Pass., τὸ ταχθὲν τίμημα Plat.:—Mid. to take a payment on oneself, i. e. agree to pay it, φόρον τάξασθαι Hdt.; χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Thuc.
4. in Mid., also, generally, to agree upon, settle, Plat.
5. to impose punishments, τ. δίκην Ar.; τιμωρίαν Dem.:—so in Mid., Hdt.
6. in perf. part. pass. fixed, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος Hdt., etc.; ἡ τετ. ἡμέρα, ἔτος Xen., etc.; ἡ τετ. χώρα Xen.
Frisk Etymology German
τάσσω: {tássō}
Forms: att. -ττω, Aor. τάξαι, Pass. ταχθῆναι, später ταγῆναι, Fut. τάξω, Perf. Pass. τέταγμαι, 3. pl. τετάχαται (Th., X.), Akt. (jungatt.) τέταχα,
Grammar: v.
Meaning: mit verschiedenen Sinnfärbungen, aufeinen bestimmten Posten, in Reih und Glied stellen, feststellen, ordnen, regeln (nachhom.; vgl. Wackernagel Unt. 222).
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. δια-, ἐπι-, παρα-, προ-, συν-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. ταγή (δια-, ἐπι-, συν-, ὑπο- usw.) f. ‘(Schlacht)ordnung, Befehl, Proviant’ (Ar. Lys. 105 [dor.], hell. u. sp.; vgl. Buck ClassPhil. 15, 39ff. über byz. ταγίζω füttern). 2. τάγμα (διά-, ἐπί-, σύν-, πρόσ- u.a.) n. Ordnung, Befehl, aufgestelltes Heer (ion. att.). 3. τάξις (διά-, παρά-, σύν-, ὑπό- u.a.) f. Ordnung, Aufstellung (ion. att.); συντάξιμον n. Bed. unklar, N. einer Abgabe?, ‘Zensus- liste?’ (Pap.Ip; Arbenz 92m. Lit.). 4. τακτός (ἐπί-, ὑπό-, ἀπό- u.a.) festgestellt, zugemessen, beordert (ion. att.). 5. τακτικός die Stellung eines Heeres betreffend, taktisch (X. u.a.; vgl. Chantraine Études 132), sehr oft zu den präfigierten ἐπιτάττω usw. ἐπι-, προσ-, συν-, ὑπο- ~ (Pl., Arist. hell. u. sp.). 6. ἀνα-, δια-, ἐπι-, ὑποτάκτης (von ἀνατάσσω usw.) m. Bez. verschiedener Behörden usw. (hell. u. sp.); λιποτάκτης m. Deserteur (D. H. u.a.) zu λιποταξίου (γραφή, att.), Zusammenbildung von τάξιν λιπεῖν. 7. ἐπιτακτήρ m. Befehlsgeber (X.), ἀπο- ~ Einsiedler (Pap.Vp: ἀποτάσσομαι sich verabschieden), συν- ~ Anordner mit -ήριος (EM). 8. ἐντάγιον n. Auftrag, Demin. ἐπιταγίδιον n. (sp. Pap.); ἐνταγής beauftragt (sp. Pap.), auch m. nominalem Vorderglied, z.B. ὁμοταγής ‘gleichgeordnet, -gestellt’ (Euk., Hero usw.). 9. ἐπιτάξ Adv. in einer Reihe (hell. u. sp.; Schwyzer 620). — Zu ταγός s. bes.
Etymology: Regelmäßig ausgebautes Formensystem mit unbekannter Vorgeschichte. Außerhalb der Reihe steht nur das langvokalische ταγός, dessen -γ- auf analogisches τάσσω, -ττω (für *τάζω) schließen läßt und im Litauischen eine denkbare Anknüpfung hat (siehe s. v.).
Page 2,859-860
Chinese
原文音譯:t£ssw 他所
詞類次數:動詞(8)
原文字根:規定 相當於: (שִׁית)
字義溯源:(有次序的排列,意即)安排,處理*,固定,訣定,預定,派,指派,受派,派定,命定,指引,認定,約定,規定,定規。參讀 (διαμαρτύρομαι) (καθιστάνω / καθίστημι)同義字
同源字:1) (ἀνατάσσομαι)處理 2) (ἀντιτάσσω)定意抵抗 3) (ἀποτάσσω)說再見 4) (διαταγή)處理 5) (διάταγμα)安排 6) (διατάσσω)周安的安排 7) (ἐπιδιατάσσομαι)加增 8) (ἐπιταγή)命令 9) (ἐπιτάσσω)吩咐 10) (προστάσσω)正在處理 11) (προτάσσω)預先安排 12) (συντάσσω)一同安排 13) (τάγμα)有次序的安排 14) (τακτός)安排的 15) (τάξις)循規蹈矩 16) (τάσσω)安排 17) (ὑποταγή)順服 18) (ὑποτάσσω)服從
出現次數:總共(8);太(1);路(1);徒(4);羅(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 約定了(1) 徒28:23;
2) 命定的(1) 羅13:1;
3) 認定(1) 林前16:15;
4) 指派(1) 徒22:10;
5) 他們定規(1) 徒15:2;
6) 受派(1) 路7:8;
7) 預定(1) 徒13:48;
8) 約定的(1) 太28:16
Mantoulidis Etymological
ἤ τάττω (=παρατάσσω, ταχτοποιῶ, διορίζω, διατάζω). Ἀπό ρίζα ταγ-. Θέμα ταγ+j+ω → τάττω ἤ τάσσω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τάγμα, διάταγμα, ἐπίταγμα, πρόσταγμα, σύνταγμα, ταγή, ταγός (=ἀρχηγός), ταγεύω, ταγεία, διαταγή, ἐπιταγή, προσταγή, ὑποταγή, νομοταγής, ταγάριον (ὑποκορ.), τάγηνον καί τήγανον (=τηγάνι), ταγηνίζω καί τηγανίζω, τακτέον, προτακτέον, προστακτέον, συντακτέον, ὑποτακτέον, τακτικός, προστακτικός, ἐπιτακτικός, τάκτης, συντάκτης, τακτός, ἀνεπίτακτος (=λεύτερος), ἀσύντακτος, ἄτακτος, δύστακτος, ἐπιτακτός, εὔτακτος, τάξις, ἐπίταξις, κατάταξις, παράταξις, πρόσταξις, πρόταξις, σύνταξις, ταξίδιον (ὑποκορ.= ἐκστρατεία), ταξίαρχος ἤ ταξιάρχης, ἀταξία, λιποταξία.
Léxico de magia
1 en v. med. estar situado o estar establecido para vigilar o controlar ὁρκίζω ὑμᾶς, τοὺς κατὰ τοῦ πυρὸς τεταγμένους os conjuro a vosotros, los que estáis establecidos sobre el fuego P XXXVI 154 P XXXVI 252 2 en v. pas. estar sometido o estar subordinado ὡς πρ<ώ>τως ὕμνησέ σε ὁ ὑπό σου ταχθείς como te alabó con himnos aquel que te está sometido P XIII 140 P XIII 445 αὐθέντα Ἥλιε, ὁ ὑπ' αὐτὸν τὸν ἕνα καὶ μόνον τεταγμένος soberano Helios, el que está sometido al mismo uno y único P XIII 258 P XIII 337