φωνάεις: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωνάεις:''' | |elrutext='''φωνάεις:''' φωνάεσσα, φωνᾶεν дор. = [[φωνήεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 16:32, 23 October 2022
English (LSJ)
v. φωνήεις.
German (Pape)
[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.
Russian (Dvoretsky)
φωνάεις: φωνάεσσα, φωνᾶεν дор. = φωνήεις.
Greek (Liddell-Scott)
φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.
English (Slater)
φωνᾱεις having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.
Greek Monotonic
φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.