εύβοτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]]) αυτός που έχει άφθονη και καλή [[βοσκή]] («τοῖς ζῴοις | |mltxt=[[εὔβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]]) αυτός που έχει άφθονη και καλή [[βοσκή]] («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευτραφής]], [[καλοθρεμμένος]] («[[εὔβοτος]] [[ἀμνός]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[αιγίβοτος]], [[βούβοτος]]]. | ||
}} | }} |