εύβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]]) αυτός που έχει άφθονη και καλή [[βοσκή]] («τοῖς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευτραφής]], [[καλοθρεμμένος]] («[[εὔβοτος]] [[ἀμνός]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>βού</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[εὔβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[περιοχή]]) αυτός που έχει άφθονη και καλή [[βοσκή]] («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευτραφής]], [[καλοθρεμμένος]] («[[εὔβοτος]] [[ἀμνός]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[αιγίβοτος]], [[βούβοτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 29 October 2022

Greek Monolingual

εὔβοτος, -ον (Α)
1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», Πλάτ.)
2. ευτραφής, καλοθρεμμένοςεὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].