3,273,630
edits
m (Text replacement - "down" to "down") |
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κατέχω]])<br /><b>1.</b> έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[είμαι]] [[κύριος]] ενός πράγματος (α. «κατέχει το [[κτήμα]]» β. «κρατεῖν ὧν κατεσχήκασι κλήρων»)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου, [[εξουσιάζω]] (α. «ο [[εχθρός]] κατέχει την [[πόλη]]» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[γνώστης]], [[γνωρίζω]] καλά (α. «κατέχει την [[τέχνη]] του» β. «τῶν ἐπιστημῶν μὴ [[πάνυ]] κατέχη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για καλές ή κακές καταστάσεις ή περιστάσεις) [[κυριεύω]] κάποιον, [[κρατώ]] κάποιον σε [[κάτι]] ωφέλιμο ή δυσάρεστο (α. «τον κατέχει [[μεγάλη]] [[λύπη]] για τον θάνατο του [[πατέρα]] του» β. «κατέχεται από έμμονες ιδέες» γ. «μεγάλαι κατέχουσι τύχαι [[γένος]] ὀρνίθων διὰ τόνδε τὸν ἄνδρα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επισύρω]], [[απασχολώ]] την [[προσοχή]] κάποιου (α. «τον κατέχει [[περιέργεια]]» β. «φήμης ἀθρόας κατεχούσης τὸ Ἑλληνικόν», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]] (α. «κατέχεις τί σού λέω;» β. «οὐ [[κατέχω]] τὶ βούλει φράζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συγκρατώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]] (α. «δεν κατέχεις [[τίποτα]] από όσα σού [[είπα]] [[χθές]];» β. «καὶ τοῦτο κατασχεῖν το στοιχεῖον», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρετώ]], βρίσκομαι σε κάποια [[θέση]] (α. «ο [[θείος]] του κατείχε το [[αξίωμα]] του πρωθυπουργού επί [[τέσσερα]] [[χρόνια]]» β. «το [[φρούριο]] κατέχει οχυρή [[θέση]]»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[πιστεύω]] («δεν το κατέχεις [[φυσικό]] στον άνθρωπο [[είντα]] γίνη, [[πάντα]] να λέγει το [[κακό]] και το καλό ν' αφήνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>κατεχόμενος</i> ή <i>κατεχάμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />[[έμπειρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πόνους) [[αντέχω]], [[υπομένω]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] σε ορισμένη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>4.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατέχομαι</i><br />α) [[σταματώ]] κάποιον, [[εμποδίζω]]<br />β) (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[ολοκληρωτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] κάποιον [[κοντά]] μου («κατέχων ἐνιαυτὸν [τοὺς μνηστῆρας]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> (για τη γη ή τον τάφο) [[περιέχω]], [[περικαλύπτω]], [[σκεπάζω]] («τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν [[φυσίζοος]] αἶα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[γερά]] («[[κατακρῆθεν]] δὲ καλύπτρειν... χείρεσσι κατέσχεθε», <b>Ησιόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] (α. «κατέχειν τὴν διάνοιαν οὐκ ἐδύνατο», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[γλῶσσα]] κατείχετο», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]], [[κατακρατώ]] («μὴ μ' ὁ [[γέρων]] ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> προσκολλώμαι<br /><b>5.</b> [[κρατώ]] κάποιον «δεμένο» με μαγικά [[μέσα]], σε κατάδεσμο («Μανῆν καταδῶ καὶ [[κατέχω]]»)<br /><b>6.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] (α. «κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν», <b>Σοφ.</b> β. «ὁ Ἀσκληπιὸς σὺν τῷ πατρὶ Ἀπόλλωνι καθέξει τὸ τοῦ Ἀβώνου τεῖχος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> (για ήχο) απλώνομαι σε όλη την [[έκταση]], [[πληρώ]], [[γεμίζω]] (α. «ἀλλ' ἀγρίαις κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οἶκος]] μὲν | |mltxt=(AM [[κατέχω]])<br /><b>1.</b> έχω [[κάτι]] υπό την [[κατοχή]] μου, [[είμαι]] [[κύριος]] ενός πράγματος (α. «κατέχει το [[κτήμα]]» β. «κρατεῖν ὧν κατεσχήκασι κλήρων»)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου, [[εξουσιάζω]] (α. «ο [[εχθρός]] κατέχει την [[πόλη]]» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[γνώστης]], [[γνωρίζω]] καλά (α. «κατέχει την [[τέχνη]] του» β. «τῶν ἐπιστημῶν μὴ [[πάνυ]] κατέχη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για καλές ή κακές καταστάσεις ή περιστάσεις) [[κυριεύω]] κάποιον, [[κρατώ]] κάποιον σε [[κάτι]] ωφέλιμο ή δυσάρεστο (α. «τον κατέχει [[μεγάλη]] [[λύπη]] για τον θάνατο του [[πατέρα]] του» β. «κατέχεται από έμμονες ιδέες» γ. «μεγάλαι κατέχουσι τύχαι [[γένος]] ὀρνίθων διὰ τόνδε τὸν ἄνδρα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επισύρω]], [[απασχολώ]] την [[προσοχή]] κάποιου (α. «τον κατέχει [[περιέργεια]]» β. «φήμης ἀθρόας κατεχούσης τὸ Ἑλληνικόν», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]] (α. «κατέχεις τί σού λέω;» β. «οὐ [[κατέχω]] τὶ βούλει φράζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[συγκρατώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]] (α. «δεν κατέχεις [[τίποτα]] από όσα σού [[είπα]] [[χθές]];» β. «καὶ τοῦτο κατασχεῖν το στοιχεῖον», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρετώ]], βρίσκομαι σε κάποια [[θέση]] (α. «ο [[θείος]] του κατείχε το [[αξίωμα]] του πρωθυπουργού επί [[τέσσερα]] [[χρόνια]]» β. «το [[φρούριο]] κατέχει οχυρή [[θέση]]»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[πιστεύω]] («δεν το κατέχεις [[φυσικό]] στον άνθρωπο [[είντα]] γίνη, [[πάντα]] να λέγει το [[κακό]] και το καλό ν' αφήνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>κατεχόμενος</i> ή <i>κατεχάμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i><br />[[έμπειρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πόνους) [[αντέχω]], [[υπομένω]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] σε ορισμένη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>4.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[μπορώ]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατέχομαι</i><br />α) [[σταματώ]] κάποιον, [[εμποδίζω]]<br />β) (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[ολοκληρωτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] κάποιον [[κοντά]] μου («κατέχων ἐνιαυτὸν [τοὺς μνηστῆρας]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> (για τη γη ή τον τάφο) [[περιέχω]], [[περικαλύπτω]], [[σκεπάζω]] («τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν [[φυσίζοος]] αἶα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[γερά]] («[[κατακρῆθεν]] δὲ καλύπτρειν... χείρεσσι κατέσχεθε», <b>Ησιόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] (α. «κατέχειν τὴν διάνοιαν οὐκ ἐδύνατο», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[γλῶσσα]] κατείχετο», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]], [[κατακρατώ]] («μὴ μ' ὁ [[γέρων]] ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> προσκολλώμαι<br /><b>5.</b> [[κρατώ]] κάποιον «δεμένο» με μαγικά [[μέσα]], σε κατάδεσμο («Μανῆν καταδῶ καὶ [[κατέχω]]»)<br /><b>6.</b> [[κατοικώ]], [[διαμένω]] (α. «κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν», <b>Σοφ.</b> β. «ὁ Ἀσκληπιὸς σὺν τῷ πατρὶ Ἀπόλλωνι καθέξει τὸ τοῦ Ἀβώνου τεῖχος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> (για ήχο) απλώνομαι σε όλη την [[έκταση]], [[πληρώ]], [[γεμίζω]] (α. «ἀλλ' ἀγρίαις κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν [[στρατόπεδον]] δυσφημίαις», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[οἶκος]] μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εξακολουθώ]] να ζω με κάποιο τρόπο («πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> ξαπλώνομαι, [[καλύπτω]] κάποιο [[τόπο]], εκτείνομαι σε [[έκταση]] («[[ἡμέρα]] πᾶσαν κατέσχε γαῖαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] ως [[κατακτητής]] («τὴν ἀκρόπολιν [[μέλλων]]... κατασχήσειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετυχαίνω]], [[κατορθώνω]] («ἂ μὴ μέλλη κατασχήσειν τὴν πρᾱξιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (για ηθοποιό) [[κρατώ]] σε [[αναμονή]], [[κάνω]] το [[ακροατήριο]] να περιμένει («ἠγανάκτει καὶ κατεῖχε τὸ [[θέατρον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>13.</b> (για ποιητές) [[θέλγω]], [[συγκρατώ]] με την [[ποίηση]] («οἱ ποιηταὶ μέτροις κατᾴδουσι καὶ μύθοις κατέχουσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>14.</b> [[πιέζω]], ωθώ («καὶ ἰσχυρὰν τὴν φυγὴν τοῖς πολεμίοις [ἰσχυρῶς] κατέχων ἐποίει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> [[φέρνω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] («ἠρόμην αὐτὸν [[ὅπου]] τὴν ναῡν οἴεται κατασχήσειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>16.</b> προσορμίζομαι, [[αράζω]] προσωρινά, [[πιάνω]] σε ένα [[μέρος]] («ἐκ τῆς Κρήτης ἀποπλέων εἰς Δῆλον κατέσχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>17.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] μου, [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου («[[κἀγὼ]] βαρυνθείς... [[μόλις]] κατέσχον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>18.</b> (για τον άνεμο) [[σταματώ]], [[παύω]], [[κοπάζω]] («ἐν ὅσῳ σοβαρὰ [[θεόθεν]] κατέχει... [[μετάτροπος]] [[αὔρα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>19.</b> (για ταξιδιώτες) [[σταματώ]] σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]] («καὶ κατασχὼν εἰς τὴν Γαλάτιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>20.</b> [[υπερισχύω]], [[επικρατώ]] («περὶ αὐτῶν... λόγου κατεσχηκότος» — γι' αυτά έχει επικρατήσει η [[διάδοση]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>21.</b> [[επικρατώ]], [[νικώ]] («νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>22.</b> [[φέρω]] εις [[πέρας]] τον σκοπό μου<br /><b>23.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, [[κατακρατώ]], σφετερίζομαι («κρατήσας μεγάλων χρημάτων... παρεὸν κατασχέσθαι οὐκ ἠθέλησε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατέχομαι</i><br />α) περιέχομαι, περιλαμβάνομαι («καὶ βουνώδεις πλείους οἰκίας ὑπολαμβάνουσι κατέχεσθαι τῶν ἐπιπέδων», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>25.</b> <b>παθ.</b> α) [[είμαι]] από [[υποχρέωση]] δεσμευμένος («ὁρκίοισι γὰρ μεγάλοισι κατείχοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) βρίσκομαι σε [[έκσταση]] («ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> (για [[νερό]]) «[[κατέχω]] θήκην» — [[κείμαι]], [[είμαι]] θαμμένος («θήκας Ἰλιάδος γᾱς... κατέχουσιν», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |