ἀλεξητήρ: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of [[battle]], a [[champion]], Il. | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que es baluarte o salvaguarda]] de un [[guerrero]], c. gen. μάχης <i>Il</i>.20.396, ἐνυοῦς Nonn.<i>D</i>.9.313<br /><b class="num">•</b>c. dat. ταῖς πατρίσιν X.<i>Oec</i>.4.3<br /><b class="num">•</b>abs. θυμός Opp.<i>H</i>.4.42, de Dios, Meth.<i>Res</i>.1.42.3.<br /><b class="num">2</b> [[curador]], [[remediador]], [[protector]] λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν <i>IG</i> 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο <i>SEG</i> 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. <i>IG</i> 10(2).2.302.7 (III d.C.). | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]]. | ||
Line 13: | Line 19: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42. | |lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>ἀλ. μάχης</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>ἀλ. μάχης</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 24 November 2022
Middle Liddell
ἀλέξω
one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
•c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
•abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀ. μάχης afweerder van de strijd Il. 20.396.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀ. μάχης Hom. защитник в бою.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.
Greek Monolingual
ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.
Greek Monotonic
ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλ. μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.