μαγικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=-όν [[mágico]], [[relativo a la magia]] o [[perteneciente a la magia]] ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, ... περὶ πάντων, ὅσων ἐστὶν ἐν τῇ μαγικῇ ἐμπειρίᾳ <b class="b3">pregúntale sobre lo que quieras, sobre todo lo que hay en la experiencia mágica</b> P I 331 σὺ δὲ μαγικὴν ψυχὴν ἔχων ὁπλισθεὶς μὴ θαμβηθῇς <b class="b3">pero tú, armado con un alma mágica, no te asustes</b> P IV 210  
|esmgtx=-όν [[mágico]], [[relativo a la magia]] o [[perteneciente a la magia]] ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, ... περὶ πάντων, ὅσων ἐστὶν ἐν τῇ μαγικῇ ἐμπειρίᾳ <b class="b3">pregúntale sobre lo que quieras, sobre todo lo que hay en la experiencia mágica</b> P I 331 σὺ δὲ μαγικὴν ψυχὴν ἔχων ὁπλισθεὶς μὴ θαμβηθῇς <b class="b3">pero tú, armado con un alma mágica, no te asustes</b> P IV 210  
}}
{{pape
|ptext=<i>den [[Magier]] [[betreffend]], [[magisch]]</i>, Plut. <i>Them</i>. 29; dah. <i>[[zauberisch]], [[betrügend]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγῐκός Medium diacritics: μαγικός Low diacritics: μαγικός Capitals: ΜΑΓΙΚΟΣ
Transliteration A: magikós Transliteration B: magikos Transliteration C: magikos Beta Code: magiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Magian, A λόγοι Plu.Them.29: Μαγικός, (sc. λόγος), title of work by Antisthenes, Suid. s.v. Ἀντισθένης, or Aristotle, D.L.1.1. II magical, βίβλοι Ps.-Phoc.149; μ. τέχνη magic, LXX Wi.17.7; ἡ μ. Ph.2.316. 2 of persons, skilled in magic, Ptol. Tetr.72.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de magicien.
Étymologie: μάγος.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγικός: магический (λόγοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138.

Spanish

mágico, relativo a la magia , perteneciente a la magia

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαγικός, -ή, -όν) μάγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῦ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μαγική
η τέχνη της μαγείας
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί μεγάλη απόλαυση, θελκτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το μαγικό, τα μαγικά
τα μάγια
3. φρ. α) «μαγικός καθρέφτης» ή «μαγικό κάτοπτρο» — ο μαγεμένος καθρέφτης τών μύθων μέσα στον οποίο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει
β) «μαγική ράβδος» — η ράβδος τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους
γ) «μαγική εικόνα» — εικόνα στην οποία υπάρχει παράσταση κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο
δ) «μαγικός φανός» — συσκευή με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες
ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια
στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική σταθερότητα
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιτήδειος στη μαγεία
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Μαγικός (ενν. λόγος)
τίτλος συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους.
επίρρ...
μαγικώς και -ά (Μ μαγικῶς)
με μαγικό τρόπο
νεοελλ.
γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.

Greek Monotonic

μᾰγῐκός: -ή, -όν, προορισμένος για μάγους ή μαγεία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰγῐκός, ή, όν
fit for the Magians, Magian, Plut.

Léxico de magia

-όν mágico, relativo a la magia o perteneciente a la magia ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, ... περὶ πάντων, ὅσων ἐστὶν ἐν τῇ μαγικῇ ἐμπειρίᾳ pregúntale sobre lo que quieras, sobre todo lo que hay en la experiencia mágica P I 331 σὺ δὲ μαγικὴν ψυχὴν ἔχων ὁπλισθεὶς μὴ θαμβηθῇς pero tú, armado con un alma mágica, no te asustes P IV 210

German (Pape)

den Magier betreffend, magisch, Plut. Them. 29; dah. zauberisch, betrügend, Sp.