ἀπελάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης.
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Wegtreiber]], VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελάτης Medium diacritics: ἀπελάτης Low diacritics: απελάτης Capitals: ΑΠΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: apelátēs Transliteration B: apelatēs Transliteration C: apelatis Beta Code: a)pela/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, δ, driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cuatrero, bandido Ptol.Tetr.4.4.7, Iust.Nou.22.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπελάτης) απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
1. πολεμιστής στα σύνορα του βυζαντινού κράτους
2. γενναίος πολεμιστής, αγωνιστής
αρχ.-μσν.
ζωοκλέφτης.

German (Pape)

ὁ, der Wegtreiber, VLL.