τυννοῦτος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.
|elnltext=τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[lengthd. [[form]] of [[τυννός]], Lat.]<br />[[tantillus]], Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.
|mdlsjtxt=[lengthd. [[form]] of [[τυννός]], Lat.]<br />[[tantillus]], Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.
}}
{{pape
|ptext=ον, att. [[τυννουτοσί]], [[τυννουτονί]], von [[τυννός]] [[gebildet]], wie [[τηλικοῦτος]] von [[τηλίκος]], <i>so [[klein]], so [[wenig]], [[tantillus]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 345, <i>Eq</i>. 1216, <i>Nub</i>. 868.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυννοῦτος Medium diacritics: τυννοῦτος Low diacritics: τυννούτος Capitals: ΤΥΝΝΟΥΤΟΣ
Transliteration A: tynnoûtos Transliteration B: tynnoutos Transliteration C: tynnoytos Beta Code: tunnou=tos

English (LSJ)

ον, and ο, lengthd. form of τυννός, so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.

French (Bailly abrégé)

τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.

Russian (Dvoretsky)

τυννοῦτος: столь малый Arph.

Greek Monolingual

-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].

Greek Monotonic

τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.

Middle Liddell

[lengthd. form of τυννός, Lat.]
tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.

German (Pape)

ον, att. τυννουτοσί, τυννουτονί, von τυννός gebildet, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus, Ar. Ach. 345, Eq. 1216, Nub. 868.