λυκοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο [[δέρμα]] του [[σήμα]] λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=[[λυκοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο [[δέρμα]] του [[σήμα]] λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>einen Wolf als eingebranntes [[Zeichen]] [[tragend]]</i>, Strabo V p. 215.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοφόρος Medium diacritics: λυκοφόρος Low diacritics: λυκοφόρος Capitals: ΛΥΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lykophóros Transliteration B: lykophoros Transliteration C: lykoforos Beta Code: lukofo/ros

English (LSJ)

ον, branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς ΙΙ), Str.5.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.

Greek Monolingual

λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].

German (Pape)

einen Wolf als eingebranntes Zeichen tragend, Strabo V p. 215.