κυνόροδον: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνόροδον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] τριαντάφυλλου ή κρίνου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόδον]].
|mltxt=[[κυνόροδον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] τριαντάφυλλου ή κρίνου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόδον]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>die [[Hundsrose]]</i>, Theophr.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόροδον Medium diacritics: κυνόροδον Low diacritics: κυνόροδον Capitals: ΚΥΝΟΡΟΔΟΝ
Transliteration A: kynórodon Transliteration B: kynorodon Transliteration C: kynorodon Beta Code: kuno/rodon

English (LSJ)

τό, A dog-rose, Rosa canina, Thphr.HP4.4.8. II = ἀντίρρινον, Ps.-Dsc.4.130.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόροδον: τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.

Greek Monolingual

κυνόροδον, τὸ (Α)
1. είδος τριαντάφυλλου ή κρίνου
2. το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ῥόδον.

German (Pape)

τό, die Hundsrose, Theophr.