ἀργοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_15)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργοφάγος''': -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ [[ἀργός]], μὴ ἄσωτος, μὴ [[μέθυσος]] ἢ [[ἀργοφάγος]] Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.
|lstext='''ἀργοφάγος''': -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ [[ἀργός]], μὴ ἄσωτος, μὴ [[μέθυσος]] ἢ [[ἀργοφάγος]] Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que come sin trabajar]], <i>Const.App</i>.2.50.1.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein müßiger [[Fresser]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀργοφάγος: -ον, (φᾰγεῖν) ὁ μὴ ἐργαζόμενος διὰ τὴν τροφήν του, ὁ ἀργός, μὴ ἄσωτος, μὴ μέθυσοςἀργοφάγος Διαταγ. Ἀποστ. 2. 49.

Spanish (DGE)

-ον que come sin trabajar, Const.App.2.50.1.

German (Pape)

ὁ, ein müßiger Fresser, Sp.