κακόχρους: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (pape replacement) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur. | |elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόχροος.
Greek Monolingual
κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, ηδύχρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.
German (Pape)
zusammengezogen aus κακόχροος.