λυκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανόχρους]], [[σιτόχρους]])].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[λυκόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόχρους Medium diacritics: λυκόχρους Low diacritics: λυκόχρους Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: lykóchrous Transliteration B: lykochrous Transliteration C: lykochrous Beta Code: luko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λυκόχροος.

Greek Monolingual

λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους, σιτόχρους)].

German (Pape)

zusammengezogen aus λυκόχροος.