νικαφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>νῑκᾱφόρος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[victorious]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις [[ἐγκώμιον]] ζεῦξαι [[μέλος]] (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., [[victor]] νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
|sltr=<b>νῑκᾱφόρος, -ον</b> [[victorious]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις [[ἐγκώμιον]] ζεῦξαι [[μέλος]] (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., [[victor]] νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νικαφόρος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νικηφόρος]].
|mltxt=[[νικαφόρος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νικηφόρος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑκᾱ], dor. = [[νικηφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφόρος Medium diacritics: νικαφόρος Low diacritics: νικαφόρος Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nikaphóros Transliteration B: nikaphoros Transliteration C: nikaforos Beta Code: nikafo/ros

English (LSJ)

Doric for νικηφόρος.


English (Slater)

νῑκᾱφόρος, -ον victorious τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν (O. 13.14) νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (P. 8.26) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67) γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (I. 1.22) pro subs., victor νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)

Greek Monolingual

νικαφόρος, -ον (Α)
βλ. νικηφόρος.

German (Pape)

[ῑκᾱ], dor. = νικηφόρος.