ἱεροβοτάνη: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱεροβοτάνη]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] του γένους βερβένα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βοτάνη]].
|mltxt=η (Α [[ἱεροβοτάνη]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] του γένους βερβένα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βοτάνη]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das heilige [[Kraut]], [[Eisenkraut]], [[verbena]]</i>, weil es bei [[heiligen]] [[Weihen]] und [[Reinigungen]] [[gebraucht]] wurde, Diosc., auch [[περιστερεών]] [[genannt]].
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροβοτάνη Medium diacritics: ἱεροβοτάνη Low diacritics: ιεροβοτάνη Capitals: ΙΕΡΟΒΟΤΑΝΗ
Transliteration A: hierobotánē Transliteration B: hierobotanē Transliteration C: ierovotani Beta Code: i(erobota/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = ἱερὰ βοτάνη (cf. βοτάνη), Isid.Etym.17.9.55.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροβοτάνη: ᾰ, ἡ, ἱερὰ βοτάνη, ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν οὕτως ἐπειδὴ ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς φυλακτήριον· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ βοτάνη, ὡς συνώνυμον τῷ περιστερεών.

Greek Monolingual

η (Α ἱεροβοτάνη)
ονομασία φυτών του γένους βερβένα
αρχ.
το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + βοτάνη.

German (Pape)

ἡ, das heilige Kraut, Eisenkraut, verbena, weil es bei heiligen Weihen und Reinigungen gebraucht wurde, Diosc., auch περιστερεών genannt.