γιγγράϊνος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γιγγράϊνος]], -ον (Α) [[γίγγρος]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα. | |mltxt=[[γιγγράϊνος]], -ον (Α) [[γίγγρος]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>zum [[γίγγρας]] [[gehörig]]</i>, αὐλοί, = γίγγραι, Ath. IV.174f. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, like the γίγγρας, αὐλοί Ath.4.174f.
Spanish (DGE)
-ον
mús. propio de flauta fenicia αὐλοί Ath.174f, cf. γίγγρας.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγράϊνος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν γίγγραν· αὐλοὶ Ἀθήν. 174F.
Greek Monolingual
γιγγράϊνος, -ον (Α) γίγγρος
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα.