ὑποχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic aor2 -κεκαδόμην<br />Dep.:— to [[give]] way [[gradually]] or a [[little]], Il.
|mdlsjtxt=epic aor2 -κεκαδόμην<br />Dep.:— to [[give]] way [[gradually]] or a [[little]], Il.
}}
{{pape
|ptext=(χάζομαι), dep. med., <i>[[allmälig]] od. ein [[wenig]] [[weichen]], [[zurückgehen]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχάζομαι Medium diacritics: ὑποχάζομαι Low diacritics: υποχάζομαι Capitals: ΥΠΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypocházomai Transliteration B: hypochazomai Transliteration C: ypochazomai Beta Code: u(poxa/zomai

English (LSJ)

aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.

French (Bailly abrégé)

céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχάζομαι: (aor. ὑποκεκαδόμην) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑποχάζομαι: Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic aor2 -κεκαδόμην
Dep.:— to give way gradually or a little, Il.

German (Pape)

(χάζομαι), dep. med., allmälig od. ein wenig weichen, zurückgehen, Sp.