ὑψηλόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψηλόφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλή, [[δηλαδή]] ισχυρή, [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υψηλοφώνως</i> και <i>υψηλόφωνα</i> Ν<br />με δυνατή [[φωνή]], μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[ὑψηλόφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλή, [[δηλαδή]] ισχυρή, [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υψηλοφώνως</i> και <i>υψηλόφωνα</i> Ν<br />με δυνατή [[φωνή]], μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hoher od. [[lauter]] [[Stimme]], Schol. Soph. El</i>. 243. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with high or loud voice, Sch.rec.S.El.243.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.
επίρρ...
υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].