ψιλοκόρρης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(47c)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψιλοκόρσης]], ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόρση]] / [[κόρρη]] «[[κρόταφος]]» και «[[τρίχες]] του κροτάφου»].
|mltxt=και [[ψιλοκόρσης]], ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόρση]] / [[κόρρη]] «[[κρόταφος]]» και «[[τρίχες]] του κροτάφου»].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, Hesych. = [[ψιλοκόρσης]].
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλοκόρρης: ἢ -κόρσης, ὁ, ὁ ἔχων ψιλὴν τὴν κεφαλήν, φαλακρός, Ἡρῳδιαν. 4. 8, Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

και ψιλοκόρσης, ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες του κροτάφου»].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, Hesych. = ψιλοκόρσης.