μαλακτικός: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | |mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[erweichend]], [[lindernd]]</i>, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, <i>den [[Stuhlgang]] [[befördernd]], iid</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μαλακτικὸς οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.
Greek Monolingual
και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.
German (Pape)
erweichend, lindernd, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, den Stuhlgang befördernd, iid.